Οι υδρογονάνθρακες ορυκτελαίων ως επιμολυντές τροφίμων
Θα πρέπει και στη χώρα μας να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να συλλέξουμε δεδομένα και να παρακολουθήσουμε τη διάδοση των MOSH και MOAH –σε αλυσίδες εφοδιασμού, υλικά και τρόφιμα– και το επίπεδο μόλυνσης, ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τον βαθμό έκθεσης του ελληνικού πληθυσμού σε αυτούς
Οι υδρογονάνθρακες ορυκτελαίων (MOH) είναι χημικές ενώσεις που προέρχονται από το αργό πετρέλαιο, αλλά παράγονται, επίσης, συνθετικά από άνθρακα, φυσικό αέριο και βιομάζα. Εμφανίζονται σε δύο μορφές:
✱ Αρωματικοί υδρογονάνθρακες ορυκτελαίων (MOAH – συμπεριλαμβανομένων των μη αλκυλιωμένων αρωματικών υδρογονανθράκων, των αλκυλιωμένων αρωματικών υδρογονανθράκων και των διαφορετικών συντηγμένων δακτυλίων), οι οποίοι βρίσκονται σε ποσοστό έως και 80% στο αργό πετρέλαιο.
✱ Κορεσμένοι υδρογονάνθρακες ορυκτελαίων (MOSH – κυρίως παραφίνες και ναφθένια), οι οποίοι βρίσκονται σε ποσοστό έως και 30% στο αργό πετρέλαιο.
Οι MOH μπορούν να εισέλθουν στα τρόφιμα ως αποτέλεσμα του τρόπου χειρισμού τους σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού ή από το περιβάλλον. Οι πιο σημαντικές πηγές MOH είναι οι εξής:
✱ Γεωργική μόλυνση: Μπορεί να διαρρεύσουν καύσιμα ή λιπαντικά από τα γεωργικά μηχανήματα. Τα φυτοφάρμακα μπορεί να περιέχουν παραφινέλαια ή ορυκτέλαια.
✱ Μόλυνση του περιβάλλοντος: Τα καυσαέρια από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, κινητήρες και καυστήρες θέρμανσης μπορεί να έρθουν σε άμεση επαφή με τις πρώτες ύλες ή να καθιζάνουν στο έδαφος και να απορροφηθούν από τα φυτά.
✱ Συσκευασίες πρώτων υλών: Όταν οι πρώτες ύλες μεταφέρονται πριν από την επεξεργασία, ενδέχεται να έρθουν σε επαφή με ορυκτέλαια. Οι σάκοι από γιούτα, ειδικότερα, είναι γνωστό ότι αποτελούν πιθανή πηγή ορυκτελαίων, καθώς στην κατασκευή τους χρησιμοποιούνται ορυκτέλαια.
✱ Λιπαντικά: Προορίζονται για χρήση («ποιότητας τροφίμων») σε μηχανήματα επεξεργασίας τροφίμων, περιέχουν ωστόσο ορυκτέλαια που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα κατά την επεξεργασία.
✱ Πρόσθετα τροφίμων: Ορισμένα κεριά, γαλακτωματοποιητές και τεχνικά βοηθήματα για την πρόληψη της σκόνης από αλεύρι ή των επικαλύψεων τυριών μπορεί να περιέχουν ορυκτέλαια.
✱ Συσκευασίες τροφίμων: Τα ορυκτέλαια μπορεί να υπάρχουν σε πρόσθετα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή υλικών που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα (κόλλες, πλαστικά, μεταλλικά δοχεία, χαρτί και χαρτόνι). Τα ορυκτέλαια μπορούν, επίσης, να υπάρχουν σε ανακυκλωμένα υλικά συσκευασίας. Αυτά δεν είναι πάντα εφικτό να αφαιρεθούν κατά την ανακύκλωση και ενδέχεται να εισχωρήσουν στα τρόφιμα όταν έρθουν σε επαφή με τη συσκευασία.
Για χρόνια, οι MOH βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής των αρχών ελέγχου, οι οποίες προσπαθούν να κατανοήσουν όχι μόνο τις τοξικολογικές πτυχές, αλλά και την έκταση της μόλυνσης στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Τι μολύνουν
Οι MOH μπορούν να μολύνουν διαφορετικούς τύπους μητρών τροφίμων και περιλαμβάνουν μία μεγάλη ποικιλία χημικών ενώσεων, που λαμβάνονται κυρίως από την απόσταξη και τη διύλιση του πετρελαίου. Όπως προαναφέρθηκε, οι ανθρώπινες δραστηριότητες, από την εξόρυξη του πετρελαίου έως αυτές της μετατροπής σε τελικά προϊόντα, είναι η αιτία μόλυνσης του περιβάλλοντος και, συνεπώς, της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων.
Για τον λόγο αυτόν, οι MOSH και οι MOAH βρίσκονται υπό έρευνα εδώ και αρκετά χρόνια για τον πιθανό αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη υγεία, ο οποίος ωστόσο μπορεί να είναι εξαιρετικά μεταβλητός, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA). Οι MOAH, μάλιστα, μπορούν να δράσουν ως γονοτοξικοί καρκινογόνοι, ενώ είναι γνωστό ότι κάποιοι MOSH συσσωρεύονται στο ήπαρ και το λεμφικό σύστημα. Θα πρέπει και στη χώρα μας να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να συλλέξουμε δεδομένα και να παρακολουθήσουμε τη διάδοσή τους –σε αλυσίδες εφοδιασμού, υλικά και τρόφιμα– και το επίπεδο μόλυνσης, ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τον βαθμό έκθεσης του ελληνικού πληθυσμού σε αυτούς.
Πρόκειται για δεδομένα απαραίτητα για τον καθορισμό επίσημων ορίων καταλοίπων και επικυρωμένων και κοινών αναλυτικών μεθόδων ποσοτικοποίησης, τα οποία όμως επί του παρόντος λείπουν (ή δεν επαρκούν ακόμη). Ωστόσο, το νομοθετικό πλαίσιο εξελίσσεται και υπόσχεται σύντομα αλλαγή ρυθμού.
Διείσδυση και διάδοση μέσω της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων
Τα ορυκτέλαια συνιστούν κίνδυνο για την υγεία. Εισέρχονται στο σώμα μας μέσω της διατροφής και μπορούν να συσσωρευτούν σε διάφορα όργανα και με τις εναποθέσεις λίπους στο ανθρώπινο σώμα, ή να μεταβολιστούν, δημιουργώντας ενώσεις με καρκινογόνο δράση.
Αντιμετωπίζοντας μια ετήσια παγκόσμια αγορά περίπου 40.000.000 τόνων τροφίμων, μπορεί να υπολογιστεί ότι περίπου 10.000.000 τόνοι/έτος διασπείρονται στο περιβάλλον (με μια ποσότητα ελαίων που δεν μπορεί να ανακτηθεί ή/και να ανακυκλωθεί και η οποία σε ευρωπαϊκό επίπεδο κυμαίνεται από 25% έως 35%). Ως εκ τούτου, τα λιπαντικά και τα υδραυλικά υγρά για μηχανές παραγωγής είναι μια σχετική πηγή.
Κανονικά, η βιομηχανία τροφίμων χρησιμοποιεί λευκά ορυκτέλαια (
Η μετανάστευση από υλικά (π.χ. πλαστικοποιητές από πλαστικά δοχεία ή πλαστικά τσουβάλια) που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα, ειδικά εάν ανακυκλώνονται, είναι πιθανώς μία από τις κύριες αιτίες μόλυνσης.
Οι MOH μπορούν να μολύνουν διαφορετικούς τύπους μητρών τροφίμων και περιλαμβάνουν μία μεγάλη ποικιλία χημικών ενώσεων, που λαμβάνονται κυρίως από την απόσταξη και τη διύλιση του πετρελαίου.
Μια επιμόλυνση τροφίμων που έρχεται από… παλιά
Ήδη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ορισμένοι ερευνητές είχαν επισημάνει την παρουσία υδρογονανθράκων ρύπων που αποδίδονται στην ετερογενή κατηγορία των «ορυκτελαίων» στα τρόφιμα. Στη συνέχεια, η ανάπτυξη αναλυτικών τεχνικών οδήγησε στην κατάρτιση αναλυτικών μεθόδων, βασισμένων σε συνδυασμένες χρωματογραφικές τεχνικές για την αναγνώριση και τη δοσολογία των MOH:
✱ ISO 11780:2015 (Ζωικά και φυτικά λίπη και έλαια – Προσδιορισμός αλειφατικών υδρογονανθράκων στα έλαια λαχανικά).
✱ UNI EN 16995:2017 [Προϊόντα διατροφής – Φυτικά έλαια και προϊόντα διατροφής με βάση φυτικά έλαια – Προσδιορισμός κορεσμένων υδρογονανθράκων (MOSH) και αρωματικών υδρογονανθράκων (MOAH), που προέρχονται από ορυκτέλαιο], που παρέχει ένα ηλεκτρονικό σύστημα HPLC-GC για την κλασμάτωση των κλασμάτων MOSH και MOAH που συνδέονται με την τεχνική GC×GC-MS/FID ως μεθοδολογία επιβεβαίωσης. Η τελευταία μέθοδος, ωστόσο, ισχύει, σύμφωνα με ερευνητικά παγιωμένα αποτελέσματα, για συγκεντρώσεις MOSH και MOAH πάνω από 10 mg/kg.
Το νομοθετικό πλαίσιο
Η προσοχή που επεδείκνυαν οι Αρχές σε αυτές τις ενώσεις ήταν πάντοτε υψηλή. Αυτό συνέβαινε ήδη από όταν το περιοδικό Foodwatch, μετά από έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2021, διαπίστωσε μόλυνση σε ορισμένα προϊόντα διατροφής στην αγορά και ανέφερε την κατάσταση απευθείας στην Επιτροπή. Από ρυθμιστικής πλευράς, μία σειρά παρεμβάσεων από τις ευρωπαϊκές αρχές έχουν πραγματοποιηθεί όλα αυτά τα χρόνια: Συστάσεις, γνώμες, κατευθυντήριες γραμμές.
Σημαντική ήταν η πρώτη γνωμοδότηση της EFSA, το 2012, στην οποία γράφτηκε ότι κάποιος MOSH συσσωρεύεται στο ήπαρ και το λεμφικό σύστημα και ότι ένας MOAH μπορεί να είναι καρκινογόνος και γονιδιοτοξικός. Τα τότε διαθέσιμα δεδομένα δεν επέτρεψαν να ποσοτικοποιηθούν οι κίνδυνοι που ενέχουν οι MOAH που υπάρχουν στα τρόφιμα, ούτε να εξαγάγουμε ένα όριο ασφαλείας, αλλά ήταν μια ευκαιρία να διαπιστώσουμε την επικινδυνότητά τους και να ελπίζουμε για την έναρξη μιας φάσης συλλογής πληροφοριών.
Ελλείψει κανονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο που να θέτει όρια για την παρουσία των MOSH και των MOAH, ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και το Βέλγιο, έχουν αρχίσει να δίνουν εθνικές ενδείξεις. Το 2019, μετά τον εντοπισμό MOAH σε ορισμένες παρτίδες βρεφικών παρασκευασμάτων και παρασκευασμάτων δεύτερης βρεφικής ηλικίας στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, η EFSA δημοσίευσε μια ταχεία αξιολόγηση πιθανών κινδύνων για τη δημόσια υγεία. Η κατηγορία που εκτίθεται περισσότερο σε κινδύνους για την υγεία ήταν ακριβώς αυτή των βρεφών και των μικρών παιδιών, λόγω των περιεχομένων MOAH στα βασικά τρόφιμα της διατροφής τους.
Στη συνέχεια, το 2022, η Μόνιμη Επιτροπή για την Ασφάλεια των Τροφίμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Scopaff) ανέφερε τα μέγιστα όρια για τους MOAH για διάφορα προϊόντα διατροφής (σ.σ. Μόνιμη Επιτροπή Φυτών, Ζώων, Τροφίμων και Ζωοτροφών, Τμήμα Novel Food and Toxicological Safety of the Food Chain, 21 Απριλίου 2022). Το έγγραφο δεν είναι κανονισμός ούτε οδηγία, αλλά αποτελεί επίσημη πράξη (σ.σ. δήλωση) μεταξύ ειδικών εκπροσώπων των κρατών-μελών, η οποία βασίζεται στις αρχές του κανονιστικού νόμου. Κατά τη διάρκεια του 2023, μία ενημερωμένη αξιολόγηση κινδύνου τοξικότητας, με βάση το περιθώριο έκθεσης, όρισε τη διατροφική έκθεση στους MOSH ως μη ανησυχητική πλέον για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ επιβεβαίωσε τη γονοτοξικότητα και την καρκινογένεση που σχετίζεται με τους MOAH με τρεις ή περισσότερους αρωματικούς δακτυλίους.
Η επόμενη αναμενόμενη προθεσμία θα είναι η δημοσίευση οριστικής επιστημονικής γνωμοδότησης από την EFSA σχετικά με την αξιολόγηση κινδύνου των MOH στα τρόφιμα (με βάση τα αποτελέσματα δημόσιας διαβούλευσης που ξεκίνησε η EFSA τον Μάρτιο του 2023), η οποία θα επιτρέψει την ανάλυση της πιθανής έκθεσης.
Από εκεί αναμένεται να προκύψουν τα απαραίτητα δεδομένα, ώστε να μπορούν να καθοριστούν συγκεκριμένα όρια MOAH για τα διάφορα είδη τροφίμων που θα δημοσιευθούν σε Ευρωπαϊκό Κανονισμό.
Στις 21 Απριλίου 2022, η Μόνιμη Επιτροπή Φυτών, Ζώων, Τροφίμων και Ζωοτροφών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (SC PAFF) δημοσίευσε μια κοινή πρόταση για τη χρήση αποτελεσμάτων αρωματικών ορυκτελαίων υδρογονανθράκων (MOAH) στα τρόφιμα μετά την έκθεση Foodwatch του Δεκεμβρίου 2021, όπως αναφέρθηκε.
Μια τροποποιημένη έκδοση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχε δημοσιευθεί τον Οκτώβριο του 2022, παρέχοντας κατευθυντήριες τιμές για τις περιεκτικότητες MOAH που σχετίζονται με την περιεκτικότητα σε λιπαρά σε διάφορες κατηγορίες τροφίμων:
1. Ξηρές τροφές με χαμηλά λιπαρά (με περιεκτικότητα ≤ 4% σε λιπαρά/έλαια): 0,5 mg/kg.
2. Τρόφιμα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά (> 4% λιπαρά/έλαια, ≤ 50% λιπαρά/έλαια): 1 mg/kg.
3. Λίπη/έλαια και τροφές με > 50% περιεκτικότητα σε λιπαρά/έλαια: 2 mg/kg.
Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, τα τρόφιμα με επίπεδα MOAH πάνω από τις καθορισμένες τιμές θα πρέπει να ανακληθούν ή να αφαιρεθούν από την αγορά και αυτά τα όρια θα πρέπει να ισχύουν για προϊόντα «ως πωλούμενα», ανεξάρτητα από την πηγή των MOAH. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να αξιολογεί εάν θα καθορίσει τα ανώτατα επίπεδα MOH σε συγκεκριμένα προϊόντα διατροφής. Η αναθεώρηση του προτύπου UNI EN 16995:2017 (Σχέδιο 17517) αναμένεται αυτήν τη χρονιά για να επιτευχθούν χαμηλότερα όρια εφαρμογής MOSH και MOAH.
Ελλείψει κανονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο που να θέτει όρια για την παρουσία των MOSH και των MOAH, ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και το Βέλγιο, έχουν αρχίσει να δίνουν εθνικές ενδείξεις
Υπάρχει πρόβλημα στους ελαιοκομικούς νομούς;
Τα αποτελέσματα αναλύσεων, που πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με τυποποιητές, δεν ήταν ενθαρρυντικά. Σε αρκετά δείγματα, ανιχνεύθηκε παρουσία MOSH και MOAH σε υψηλές συγκεντρώσεις, μεγαλύτερες των 20mg/kg, τη στιγμή που οι αλυσίδες τροφίμων στην Ευρώπη θέτουν πλέον μηδενικά όρια!
Εκτός από τις γνωστές σε όλους μας παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ποιότητας του ελαιολάδου, γνωστοί γερμανικοί φορείς καταναλωτών αξιολογούν τα ελληνικά ελαιόλαδα ως ελαττωματικά και βασίζονται σε εργαστηριακές τεχνικές αξιολόγησης βλαβερών ουσιών, όπως φυτοφάρμακα, πλαστικοποιητές και υπολείμματα ορυκτελαίων.
Χρειάζεται, επομένως, να ενημερωθεί και να ευαισθητοποιηθεί ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής ελαιολάδου στη χώρα μας, ξεκινώντας από τον παραγωγό και το ελαιουργείο, ώστε να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στους επιμολυντές που συντελούν στη σημαντική μείωση της οικονομικής αξίας του ελαιολάδου μας. Πιο συγκεκριμένα:
✱ Το ελαιόλαδο, ακόμη και το εξαιρετικό παρθένο, εκτίθεται στον κίνδυνο μόλυνσης σε κάθε στάδιο της αλυσίδας παραγωγής, από την ωρίμανση των καρπών στο δέντρο μέχρι τη διατήρηση του τελικού προϊόντος.
✱ Η περιβαλλοντική ρύπανση στην περιοχή της καλλιέργειας επηρεάζει την ποιότητα του ελαιολάδου, αυξάνοντας την έκθεση σε πηγές μόλυνσης. Οι περιοχές που κινδυνεύουν περισσότερο είναι εκείνες που βρίσκονται κοντά σε αυτοκινητόδρομους ή πολυσύχναστους δρόμους και βιομηχανίες. Οι ατμοσφαιρικοί ρύποι μπορούν να εναποτεθούν στην επιφάνεια του καρπού και να διεισδύσουν στον ελαιόκαρπο με διάχυση.
✱ Κατά τη συγκομιδή, ο κίνδυνος ρύπανσης συνδέεται κυρίως με τη χρήση πετρελαιοκίνητων οχημάτων χειρισμού, των οποίων οι εκπομπές μπορούν να εναποτεθούν στις ελιές. Επίσης, οφείλεται στη στάλαξη λιπαντικών από τα κοπτικά μηχανάκια και στον χειρισμό των ελιών με γάντια λερωμένα με ορυκτέλαια (π.χ. λιπαντικά), αλλά και στη μεταφορά μαζί με πριονίδι εμποτισμένο με ορυκτέλαιο από την κοπή στο ελαιόπανο, στις κλούβες και από εκεί στο ελαιοτριβείο.
✱ Κατά τη μεταφορά, η μόλυνση μπορεί να σχετίζεται με τη χρήση σάκων ή δοχείων από γιούτα, που χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως για υλικά υψηλού κινδύνου. Κάθε επαφή με μεταφορικό μέσο (π.χ. κατά τη μεταφορά του προϊόντος) μπορεί να είναι αιτία μόλυνσης των ελιών, ως αποτέλεσμα εκπομπών από οχήματα.
✱ Η αποθήκευση της ελιάς σε ασφαλτοστρωμένες μάντρες, στις οποίες έχουν πρόσβαση τα αγροτικά οχήματα που χρησιμοποιούνται για διακίνηση και εκφόρτωση, αποτελεί ένα ακόμη κρίσιμο σημείο. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, εάν οι χρόνοι αποθήκευσης υπερβαίνουν τις 24 ώρες. Επομένως, το πλύσιμο των ελιών είναι επίσης απαραίτητο για την εξάλειψη των μολυσματικών ουσιών που πιθανώς συσσωρεύονται στην εξωτερική επιφάνεια του καρπού, αν και τελικά μπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσματικό.
✱ Η εξαγωγή με τα παραδοσιακά συστήματα πίεσης είναι παρακινδυνευμένη λόγω του υψηλού κινδύνου επαφής του ελαιολάδου με λιπαντικά που χρησιμοποιούνται για συντήρηση, τα οποία επίσης παρασύρουν υπολείμματα ορυκτελαίων που απελευθερώνονται από μηχανικές επιφάνειες. Τα συστήματα εξαγωγής συνεχούς ροής, από την άλλη πλευρά, μειώνουν τους κινδύνους μόλυνσης χάρη στη χρήση μεταλλικών κατασκευών και στον σημαντικό αυτοματισμό των διεργασιών.
✱ Στη φάση της συντήρησης, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι συνδέονται με τη χρήση μη ερμητικών δεξαμενών, καθώς το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο απορροφά ρύπους, συχνά λιπόφιλους, που υπάρχουν στον αέρα.
Ανάγκη υποστήριξης του εθνικού μας προϊόντος
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για την άμεση διενέργεια μελέτης σε επίπεδο κάθε ελαιοκομικής περιφερειακής ενότητας, ώστε να διαπιστωθεί το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και να προταθούν αποτελεσματικές λύσεις. Η ύπαρξη αυξημένων ποσοτήτων φυτοφαρμάκων επιβαρύνει επιπλέον την κατάσταση, ακόμα και σε συμβατικά ελαιόλαδα.
Η επιστημονικά τεκμηριωμένη αποτίμηση υφιστάμενων στοιχείων και η συμπληρωματική στοχευμένη έρευνα σε επίπεδο νομού θα συντελέσουν στον προσδιορισμό των πηγών επιμόλυνσης και θα υποστηρίξουν με καλές γεωργικές και βιομηχανικές πρακτικές ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής, από την καλλιεργητική φροντίδα του ελαιοδέντρου, τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου, τη μεταφορά στο ελαιουργείο και την έκθλιψη, έως την τελική αποθήκευση και τυποποίηση. Από τον ελαιώνα, δηλαδή, μέχρι το ράφι και το πιάτο μας.
Υποθήκη για το μέλλον τα βιολιπαντικά
Η ανάγκη δημιουργίας ενός βιώσιμου τομέα παραγωγής ώθησε την έρευνα προς την ανάπτυξη μορίων που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα λιπαντικά με βάση το πετρέλαιο. Σύμφωνα με ερευνητές, τα βιολιπαντικά θα μπορούσαν, τουλάχιστον εν μέρει, να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία 20 χρόνια, έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για την εισαγωγή βιολιπαντικών, βιώσιμων εναλλακτικών υγρών που αποτελούνται από μόρια λιπαρών οξέων, συνδεδεμένα από έναν εστερικό δεσμό με ένα αλκοολικό ή πολυαλκοολικό υποκατάστατο.
Υπάρχουν τρία κύρια χαρακτηριστικά: Βιοαποδομησιμότητα, ευελιξία και ανανεώσιμη ικανότητα. Μπορεί να είναι φυσικά έλαια ή πιο εξελιγμένα προϊόντα, τα οποία επιτρέπουν την κάλυψη όλων των πεδίων εφαρμογής που αποκλείονται από τα ίδια τα φυσικά έλαια, λόγω ιξώδους ή χαρακτηριστικών θερμικής, υδρολυτικής ή οξειδωτικής σταθερότητας.
Μέχρι σήμερα, μπορεί να μην είναι ακόμη δυνατή η αντικατάσταση όλων των λιπαντικών με πιο βιώσιμες εναλλακτικές, λόγω ζητημάτων διαθεσιμότητας και καταλληλότητας για χρήση. Ωστόσο, είναι σίγουρα δυνατό να γίνει αυτό σε εφαρμογές όπου υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος ακόμη και τυχαίας διασποράς στο περιβάλλον ή για την ασφάλεια των εργαζομένων, μειώνοντας έτσι τις επιπτώσεις και τους κινδύνους μόλυνσης της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων.
Ορθές πρακτικέςΜε δεδομένο πως ήδη βρισκόμαστε στα μέσα μιας ελαιοκομικής περιόδου (σ.σ. 2024-2025), είναι επιτακτική ανάγκη να προγραμματίσουμε και να ακολουθήσουμε ορθές πρακτικές: Α. Στο αγρόκτημα: ✱ Χρήση ηλεκτρικού εξοπλισμού για τη συγκομιδή των ελιών στο κατάλληλο στάδιο ωρίμανσης (όχι βενζινοκίνητα με χρήση λιπαντικών καυσίμου). ✱ Τακτική συντήρηση του μηχανολογικού εξοπλισμού (αλυσοπρίονα, ελαιοραβδιστικές και ελαιοσυγκομιστικές μηχανές) για να αποφευχθούν διαρροές και λίπανση με λιπαντικά κατάλληλα για τρόφιμα (φυτικής προέλευσης). ✱ Εφόσον χρησιμοποιούνται μηχανήματα με υγρό καύσιμο και λάδι, θα πρέπει να είναι απομακρυσμένα από τα πανιά κατά τη διάρκεια της συγκομιδής και να είναι σε λειτουργία μόνο όταν είναι εντελώς απαραίτητη η χρήση τους. ✱ Καλές πρακτικές μεταφοράς ελαιοκάρπου σε ξύλινες κλούβες. Β. Στο ελαιουργείο: ✱ Οι χώροι του ελαιουργείου να καθαρίζονται σχολαστικά με καθαριστικά κατάλληλα για τρόφιμα. ✱ Τακτική συντήρηση και καθαρισμός του μηχανολογικού εξοπλισμού. ✱ Χρήση μόνο λιπαντικών κατάλληλων για τρόφιμα (φυτικής προέλευσης) και τακτική αντικατάσταση αυτών. ✱ Εντός του χώρου του ελαιουργείου να μην επιτρέπονται πετρελαιοκίνητα κλαρκ, οχήματα, το κάπνισμα και εστίες καύσης (τζάκι). ✱ Αποφυγή εναλλακτικών χρήσεων των χώρων ελαιοτριβείου σε περιόδους αδράνειας και φροντίδα για τη συντήρηση και τον καθαρισμό των συστημάτων και των μηχανημάτων. Κατά τη συγκομιδή, ο κίνδυνος ρύπανσης συνδέεται κυρίως με τη χρήση πετρελαιοκίνητων οχημάτων χειρισμού, των οποίων οι εκπομπές μπορούν να εναποτεθούν στις ελιές |