Οι Θεσσαλοί κτηνοτρόφοι μετακόμισαν στα βουνά της Πίνδου

Τα οφέλη και τα προβλήματα της μετακινούμενης κτηνοτροφίας

Αμέσως μετά το Πάσχα αναχώρησαν και οι τελευταίοι Θεσσαλοί κτηνοτρόφοι για τα λιβάδια της ορεινής Πίνδου, όπου και θα παραμείνουν μέχρι το φθινόπωρο, με στόχο να προσφέρουν άφθονη και ποιοτική τροφή στα ζώα τους.

Πρόκειται για τον θεσμό της μετακινούμενης κτηνοτροφίας, ο οποίος κρατά χρόνια στην ελληνική ύπαιθρο και δεν έχει χάσει την αξία του. Σήμερα, η μετακινούμενη κτηνοτροφία συναντάται στην Ελλάδα και σε ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γαλλία, Ισπανία, Βαλκάνια), ενώ στη χώρα μας περίπου το 8% των κτηνοτρόφων ακολουθεί αυτόν τον δρόμο.

Η πλειονότητα των Θεσσαλών κτηνοτρόφων, μόλις ζεστάνει ο καιρός, ανηφορίζει κυρίως για τα λιβάδια της Πίνδου (Νομό Γρεβενών), ενώ οι υπόλοιποι επιλέγουν τα Βλαχοχώρια της Καλαμπάκας και του Ασπροποτάμου, τα Κουπατσοχώρια και οι Σαρακατσάνοι τα λιβάδια στο Βέρμιο και στο Περτούλι. Ελάχιστοι ξεκαλοκαιριάζουν και στους Καλαρρύτες, μέρη στα οποία διατηρούν σπίτια και σταβλικές εγκαταστάσεις. Η μετακίνηση προς τα βουνά γίνεται με φορτηγά, ενώ η επιστροφή -περί τα μέσα Οκτωβρίου- γίνεται είτε με τον ίδιο τρόπο είτε με τα πόδια, αφού η… κατηφόρα προσφέρεται!

Πολιτιστικός χαρακτήρας

Η μετακινούμενη κτηνοτροφία συνιστά μια σημαντική γεωργική πολιτιστική κληρονομιά, καθώς υπάρχει ένα σύνολο παραδοσιακών στοιχείων (μουσική, χοροί, συνθήκες και έθιμα), που έχουν διαμορφώσει την πολιτιστική ταυτότητα ορεινών και πεδινών περιοχών. Οι νέοι αντιλαμβάνονται τις ευκαιρίες του συστήματος και ακολουθούν την οικογενειακή παράδοση, ενώ η μετακίνηση συνεχίζει να είναι επίκαιρη ως προς τον πολιτιστικό της ρόλο.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Θεσσαλίας, Γιάννη Γκουρομπίνο, «το ταξίδι της επιστροφής διαρκεί συνήθως 10 με 14 ημέρες και γίνεται μέσα από συγκεκριμένο δρομολόγιο (μονοπάτια), απαιτεί εμπειρία, ενώ αν κανείς συμμετάσχει σε αυτό το βιωματικό ταξίδι, θα μείνει έκπληκτος από τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση».

Οφέλη

Σύμφωνα με τον κ. Γκουρομπίνο, «τα οφέλη από τη μετακινούμενη κτηνοτροφία είναι πολλαπλά. Η μετακινούμενη κτηνοτροφία συμβάλλει στην ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών αγροτικών περιοχών. Ακόμα και σε κοινότητες στις οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί άλλοι τομείς της οικονομίας, αυτή συνεχίζει να αποτελεί κύρια πηγή εισοδήματος.

Επίσης, η μετακινούμενη αιγοπροβατοτροφία συνέβαλε και στη διαμόρφωση του τοπίου της περιοχής, αφού τα καραβάνια των κτηνοτρόφων κατασκεύασαν τα ξακουστά πέτρινα γεφύρια προς διευκόλυνση των μετακινήσεων, που συνέδεαν κυρίως τη Θεσσαλία με τη Δυτική Μακεδονία. Έχει και περιβαλλοντική διάσταση, καθώς αξιοποιούνται οι ορεινοί βοσκότοποι και οι οριακές εκτάσεις, προστατεύεται η γενετική ποικιλότητα και ενισχύεται η διατήρηση αυτόχθονων φυλών. Με τη βόσκηση των ζώων η βλάστηση παραμένει χαμηλή, γίνεται αποψίλωση, αποφεύγεται ο κίνδυνος πυρκαγιών, ενώ όταν ξεσπούν φωτιές από άγνωστη αιτία, πρώτος ο κτηνοτρόφος θα σπεύσει να τη σβήσει ή θα ενημερώσει το Δασαρχείο και την Πυροσβεστική».

Προβλήματα

Όσον αφορά τα προβλήματα, αυτά εντοπίζονται στον προσδιορισμό των χρήσεων γης, στο ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς των βοσκότοπων και ιδιαίτερα των ορεινών. «Πρόβλημα συνιστά επίσης η εγκατάσταση αιολικών ή φωτοβολταϊκών πάρκων σε περιοχές που χρησιμοποιούνται από μετακινούμενα κοπάδια και η έλλειψη ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης ορεινών βοσκότοπων», καταλήγει ο πρόεδρος των κτηνοτρόφων.

Βοσκοτόπια

Ενόψει της σύνταξης των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, ο κ. Γκουρομπίνος θεωρεί ότι στους μετακινούμενους κτηνοτρόφους θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η χρήση των λιβαδιών τούς καλοκαιρινούς μήνες, ώστε να λυθεί οριστικά το πρόβλημα με τη χρήση των βοσκότοπων.

Οικονομικά μεγέθη

Σε σχετική ημερίδα που είχε πραγματοποιηθεί στη Λάρισα, ο καθηγητής Ζωικής Παραγωγής, Θανάσης Ράγκος, είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «το 22% των προσόδων στην Πελοπόννησο προέρχεται από επιδοτήσεις και 12% περίπου στη Θεσσαλία. Παρατηρείται ακόμη υψηλή συνεισφορά της εργασίας στις συνολικές δαπάνες σε Πελοπόννησο (36,6%) και Κρήτη, έναντι περίπου 26,1% στη Θεσσαλία, ενώ το κεφάλαιο συνεισφέρει κατά περίπου 56%. Οι δαπάνες διατροφής ανά θηλυκό ανέρχονται σε 68,26 ευρώ/θηλυκό (έναντι 70,2 ευρώ/θηλυκό στη Θεσσαλία), λιγότερες από το ήμισυ εντατικών συστημάτων, ενώ οι τιμές των ζωοτροφών διαφοροποιούν τη σημασία της βόσκησης σε κάθε περιοχή».