Καταργώντας τους μεσάζοντες στην πράξη

Καταργώντας τους μεσάζοντες στην πράξη

«Εγώ τις γιορτές δεν έχω δουλειά. Μόνο όταν υπάρχει ρουτίνα, καθημερινότητα, έχω εγώ δουλειά, τότε που οι άνθρωποι τρέχουν με τις υποχρεώσεις, δεν προλαβαίνουν και θέλουν την ευκολία τους. Τα έκτακτα γεγονότα επηρεάζουν αρνητικά τη δουλειά μου», λέει στην «ΥΧ» ο Κωστής Κρεμμύδας, βιοκαλλιεργητής κηπευτικών θερμοκηπίου στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στην Κίσσαμο Χανίων, και ταυτόχρονα «ντελίβερι» βιολογικών προϊόντων σε πελάτες στην Αθήνα. Η «ανάγκη» των ανθρώπων, που τρέχουν όλη μέρα, να έχουν εύκολα και άμεσα καλά υλικά για να μαγειρέψουν στο σπίτι, γέννησε την ιδέα της παράδοσης κατ’ οίκον των βιολογικών προϊόντων από τα χωράφια της Κρήτης. «Έβλεπα τους ανθρώπους το βράδυ μέσα στα αυτοκίνητα να γυρνούν στο σπίτι κουρασμένοι, μητέρες με παιδιά και σκεφτόμουν, “τώρα αυτοί ακόμα και να θέλουν να μαγειρέψουν, πότε να προλάβουν να ψωνίσουν;”», διηγείται.

Ο Κωστής Κρεμμύδας έχει σπουδάσει τεχνολόγος – γεωπόνος και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στη βιολογική γεωργία στην Αγγλία. Εκεί, έμαθε πώς λειτουργεί το σύστημα των κατ’ οίκον παραδόσεων φρέσκων φρούτων και λαχανικών απευθείας από τους παραγωγούς (σ.σ. αν και στην Αγγλία υπάρχουν και εταιρείες που κάνουν τον μεσάζοντα), μέθοδος που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες. «Απλώς εκεί οι παραγωγοί στέλνουν κάθε εβδομάδα ένα καλάθι με τα προϊόντα που έχουν, δεν διαλέγεις εσύ, δεν παραγγέλνεις. Ήξερα, όμως, ότι αυτό δεν θα λειτουργούσε στην Ελλάδα, και έτσι καθιέρωσα το σύστημα με τις παραγγελίες, κυρίως ηλεκτρονικά αλλά και τηλεφωνικά», μας λέει.

O κατάλογος

Οι εν δυνάμει πελάτες του, όσοι δηλαδή έχουν εγγραφεί στη σχετική λίστα, μια φορά την εβδομάδα, λαμβάνουν στο μέιλ τους έναν κατάλογο με τα διαθέσιμα προϊόντα και τις τιμές τους. Η λίστα περιλαμβάνει φρέσκα φρούτα και λαχανικά, κυρίως από την Κρήτη, από τα θερμοκήπια του ίδιου αλλά και άλλων παραγωγών με τους οποίους συνεργάζεται. Όμως ο κατάλογος εμπλουτίζεται διαρκώς και με μεταποιημένα προϊόντα, όσπρια, ρύζι, ελαιόλαδο, ελιές, ρακί κ.ά. Το μέιλ περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες για την ταυτότητα του κάθε προϊόντος, για το χωράφι και τον παραγωγό που το «έφτιαξε». «Τα κρουσανιώτικα αχλάδια τελείωσαν. Κακή χρονιά για την περιοχή. Οπότε συνεχίζουμε με φρούτα από τη Λάρισα. Μάλλον θα προλάβουμε να τα έχουμε αυτή την εβδομάδα. Όμως, είναι εποχή για τους λωτούς. Ωριμάζουν και η κυρία Κατερίνα από τον Φουρνέ αρχίζει να συγκομίζει, όπως αρχίζει να συγκομίζει και γκρέιπ κόκκινα.

Πολλά φρούτα για χυμούς. Χυμοί πανδαισίας αλλά και δύναμης. Γκρέιπ φρουτ κόκκινα και άσπρα, ρόδια, πορτοκάλια Βαλέντσια, τα οποία είναι σιρόπι από γλυκάδα», έγραφε σε μέιλ του περασμένου Οκτωβρίου. Σε έκτακτες περιπτώσεις, παρέχει και συνταγές.

Δύο με τρεις ημέρες μετά την παραγγελία, ένα κιβώτιο με τα καλούδια φτάνει στο σπίτι του πελάτη από το νησί. «Κάποια προϊόντα που έχουν ζήτηση τα φέρνουμε και από την υπόλοιπη Ελλάδα. Παλαιά έκανα και εισαγωγές για να μην έχω ελλείψεις αλλά τελικά δεν έχει νόημα», λέει ο παραγωγός.

Ο παράγοντας καράβια

Οι παραδόσεις, πλέον, έχουν οργανωθεί και δεν δημιουργούνται πολλά προβλήματα εκτός αν… δεν φεύγουν τα καράβια. «Απεργίες και απαγόρευση απόπλου κυριολεκτικά μου “κλείνουν το μαγαζί”. Όποιος δεν πάρει την παραγγελία του μια εβδομάδα, θα ψωνίσει από αλλού, δεν θα μείνει χωρίς τρόφιμα και εγώ πολλά φρέσκα πράγματα μπορεί να χρειαστεί να τα πετάξω». Έτσι τώρα αναζητά τρόπους να μειώσει τη χασούρα. «Σκέφτομαι να κάνω χυμούς ή κάτι άλλο για να μην έχω φήρα» εξηγεί στην «ΥΧ».

Ο Κωστής Κρεμμύδας μπορεί να διακινεί ο ίδιος τα προϊόντα του, αναλαμβάνοντας και τον ρόλο του εμπόρου, όμως παραμένει κατά κύριο λόγο βιοκαλλιεργητής. Ο ίδιος δεν είναι από την Κρήτη, έχει γεννηθεί στην Αφρική, όπου τελείωσε και το δημοτικό, γιατί ο πατέρας του εργαζόταν σε τεχνικά έργα. Στο νησί βρέθηκε για δουλειά -εργαζόταν σε εταιρεία με σπόρους- και αποφάσισε να μείνει. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αποφάσισε να ασχοληθεί με τις καλλιέργειες. «Τόση γη, κρίμα να μένει άπραγη». Τότε ήταν δεν ήταν 10 βιοκαλλιεργητές στα κηπευτικά στο νησί. Οι δυσκολίες ήταν αρκετές, κυρίως όσον αφορά στα εφόδια και στον τρόπο καταπολέμησης των ασθενειών. Όμως, ο ένας με τον άλλο, από στόμα σε στόμα, αναπτύχθηκε τεχνογνωσία. Και όταν ξεκίνησε το εμπόριο, το δίκτυο δούλεψε. «Στην αρχή, που έδιναν προϊόντα χωρίς χρήματα, χωρίς εχέγγυο, με βοήθησαν πολύ».

Σήμερα, δεν έχει παράπονο από τη δουλειά του. «Όχι ότι βγάζουμε πολλά, αλλά δεν τρώμε από το μέλλον πλέον, δεν χρεωνόμαστε. Μόνο που στο σπίτι με τη γυναίκα μου μιλάμε συνέχεια για τη δουλειά, για τα προϊόντα, για τις παραδόσεις. Καβγαδίζουμε για τα χόρτα». Με τη νέα χρονιά, εύχεται ο κόσμος να έχει κάποια χρήματα για να αγοράζει. «Οι πελάτες μου δεν είναι πλούσιοι, είναι απλώς άνθρωποι που προσέχουν τι τρώνε», καταλήγει.