Μεγάλες ανατροπές στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ των αγροτών

Τα πάνω κάτω στο ειδικό καθεστώς των αγροτών

Νέα δεδομένα για τη φορολόγηση χιλιάδων αγροτών αλλά και ετεροεπαγγελματιών (όσων δηλαδή έχουν κάποια αγροτική δραστηριότητα χωρίς αυτή να είναι η βασική πηγή εισοδήματός τους) φέρνουν οι ρυθμίσεις που προβλέπει το νομοσχέδιο για το λαθρεμπόριο καπνού που κατατέθηκε την Τετάρτη 13 Ιουλίου στη Βουλή.

Οι αλλαγές που τίθενται σε ισχύ από 1-1-2017 αφορούν το ειδικό καθεστώς των αγροτών, τους αγρότες δηλαδή οι οποίοι βάσει των εισοδηματικών ορίων που είχαν θεσπιστεί – μέχρι 15.000 ακαθάριστα έσοδα και μέχρι 5.000 ευρώ ενιαία ενίσχυση, τα οποία πρέπει να τηρούνται συνδυαστικά- δεν υποχρεούνταν στην τήρηση βιβλίων και δεν εντάσσονταν στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

Πλέον, με την προτεινόμενη από το νομοσχέδιο ρύθμιση τα κριτήρια υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς γίνονται πιο «σφικτά» ενώ μένουν εκτός τόσο οι παραγωγοί που πωλούν τα προϊόντα τους στις λαϊκές αγορές όσο και οι ετεροεπαγγελματίες οι οποίοι σήμερα τηρούσαν βιβλία για κάποια άλλη δραστηριότητά τους αλλά δεν υποχρεούνταν να κάνουν το ίδιο για τις αγροτικές τους δραστηριότητες (εφόσον αυτές δεν ξεπερνούσαν σε τζίρο τα 15.000 ευρώ και η ενίσχυση που εισέπρατταν ήταν κάτω των 5.000 ευρώ).

Eιδικότερα: 

1)Αποκλείονται από το ειδικό καθεστώς οι παραγωγοί που πωλούν τα προϊόντα τους στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, η αλλαγή αυτή κρίθηκε απαραίτητη καθώς «έχει ξεκινήσει διαδικασία έρευνας παράβασης σε βάρος της χώρας μας, εκ του λόγου ότι οι διατάξεις του άρθρου 41 για επιστροφή ΦΠΑ με συντελεστή 3% στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων ιδίας παραγωγής που πραγματοποιούν στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή τα εξάγουν ή τα παραδίδουν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. αντίκειται στις διατάξεις της οδηγίας 2006/112/ΕΚ».

2) Υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και για την αγροτική τους δραστηριότητα (πωλήσεις προϊόντων ή παροχή αγροτικών υπηρεσιών) ετεροεπαγγελματίες οι οποίοι τηρούσαν βιβλία λόγω άλλης επαγγελματικής ιδιότητας και δραστηριότητας. Μέχρι σήμερα οι ξεχωριστές αυτές επαγγελματικές δραστηριότητες (αγροτική και άλλη) αντιμετωπίζονταν αυτοτελώς. Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «αποκλείονται από το ειδικό καθεστώς αγρότες που από άλλη αιτία υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και στοιχείων και για την οποία ήδη εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς».

3) Επιπλέον, για πρώτη φορά προβλέπεται η υποχρέωση έκδοσης ειδικού στοιχείου για πωλήσεις που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο, προκειμένου η αξία των εν λόγω πωλήσεων να συμπεριλαμβάνεται στο όριο των 15.000 ευρώ που αποτελεί κριτήριο για την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή την υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. 

4) Ανατροπές έχουμε και στα όρια υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς, δηλαδή στα 15.000 ευρώ ως αξία των πωλήσεων και παροχών αγροτικών υπηρεσιών  και στα 5.000 ευρώ των ενισχύσεων. Ως προς το πρώτο, για τον προσδιορισμό του ύψους των παραδόσεων θα συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι χονδρικές πωλήσεις (όπως ίσχυε μέχρι τώρα) αλλά και οι λιανικές πωλήσεις.

Ως προς το δεύτερο στο νομοσχέδιο γίνεται λόγος γενικά για «επιδοτήσεις» -ενώ μέχρι σήμερα ήταν η ενιαία-, κάτι που αφήνει ανοιχτό το παράθυρο να ενταχθούν κι άλλες πληρωμές που λαμβάνουν οι αγρότες.

Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι οι αλλαγές αυτές και δη εκείνη που αφορά τον υπολογισμό των λιανικών πωλήσεων στη συνολική αξία των παραδόσων θα συντελέσουν στην «ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΦΠΑ, αφού για την ένταξη στο κανονικό ή το ειδικό καθεστώς θα λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της αξίας των παραδόσεων των προϊόντων των αγροτών και των παροχών των υπηρεσιών τους, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του αγοραστή ή του λήπτη (υποκείμενο ή μη πρόσωπο).

5) Μπαίνει πρακτικά τέλος στο καθεστώς των «αφανών» αγροτών, δηλαδή των αγροτών που δεν ανήκαν ούτε στο ειδικό ούτε στο κανονικό καθεστώς. Πρόκειται συνήθως για δημόσιους ή ιδιωτικούς υπαλλήλους, συνταξιούχους, επαγγελματίες κλπ που δεν εντάσσονταν ως τώρα στο ειδικό καθεστώς είτε γιατί δεν χρειάστηκε είτε γιατί δε ζήτησαν ποτέ επιστροφή ΦΠΑ. Με τη νέα ρύθμιση, οι αγρότες αυτή θα πρέπει να ενταχθούν στο κανονικό καθεστώς.

Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι «με την λύση αυτή επιτυγχάνεται ο εξορθολογισμός του συστήματος ΦΠΑ, αφού οι εν λόγω αγρότες θα αντιμετωπίζονται ομοιόμορφα για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και θα μπορούν να ασκήσουν έκπτωση του φόρου των εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των αγροτικών τους προϊόντων, κάτι που με βάση το υφιστάμενο καθεστώς δεν μπορούν να πράξουν».

Η αιτιολογική έκθεση για το επίμαχο Άρθρο 47 του νομοσχεδίου

“Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 47 αντικαθίσταται το άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με τον ν. 2859/2000), με σκοπό τη βελτίωση και απλοποίηση του καθεστώτος Φ.Π.Α. αγροτών του ειδικού καθεστώτος και την πλήρη εναρμόνισή του με το κοινοτικό δίκαιο. Η ενέργεια αυτή κρίνεται απαραίτητη, καθώς έχει ξεκινήσει διαδικασία έρευνας παράβασης σε βάρος της χώρας μας, εκ του λόγου ότι οι διατάξεις του άρθρου 41 για επιστροφή ΦΠΑ με συντελεστή 3% στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων ιδίας παραγωγής που πραγματοποιούν στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή τα εξάγουν ή τα παραδίδουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις το εν λόγω καθεστώς καθίσταται πιο αποτελεσματικό και δίκαιο, καθώς αποκλείονται από το ειδικό καθεστώς αγρότες που από άλλη αιτία υποχρεούνται στη τήρηση βιβλίων και στοιχείων και για την οποία ήδη εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς. Επίσης προβλέπεται για πρώτη φορά η υποχρέωση έκδοσης ειδικού στοιχείου για πωλήσεις που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο, προκειμένου η αξία των εν λόγω πωλήσεων να συμπεριλαμβάνεται στο όριο των 15.000 ευρώ που αποτελεί κριτήριο για την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή την υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

Ειδικότερα, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις που επέρχονται με την αντικατάσταση του άρθρου 41 είναι οι ακόλουθες:

Ορίζεται ότι στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. υπάγονται οι αγρότες οι οποίοι κατά την προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν πωλήσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών, αξίας κατώτερης των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις κατώτερες των πέντε χιλιάδων (5.000). Στον προσδιορισμό του ύψους των παραδόσεων για την ένταξη στο ειδικό ή στο κανονικό καθεστώς θα συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι χονδρικές πωλήσεις, όπως ίσχυε μέχρι τώρα, αλλά και οι λιανικές πωλήσεις. Η αλλαγή αυτή θα συντελέσει στην ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΦΠΑ, αφού για την ένταξη στο κανονικό ή το ειδικό καθεστώς θα λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της αξίας των παραδόσεων των προϊόντων των αγροτών και των παροχών των υπηρεσιών τους, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του αγοραστή ή του λήπτη (υποκείμενο ή μη πρόσωπο).

Προβλέπεται η έκδοση ειδικού στοιχείου για παραδόσεις αγροτικών προϊοντων ιδίας παραγωγής και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ προς άλλους αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ ή προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα. Η πρόβλεψη αυτή έγινε, διότι οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος, για τις πωλήσεις που διενεργούν σε ιδιώτες καταναλωτές, δεν έχουν υποχρεώσεις τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων και εν γένει τις υποχρεώσεις που ορίζουν τα ΕΛΠ, καθώς και εξαιτίας του γεγονότος ότι για τις εν λόγω πωλήσεις οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος δεν υποχρεούνται να ενταχθούν στο κανονικό καθεστώς, σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, βάσει των οποίων υφίσταται περιορισμός σχετικά με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης των λιανικών πωλήσεων των αγροτών του ειδικού καθεστώτος. Με την ανωτέρω πρόβλεψη επιτυγχάνεται περαιτέρω, η παρακολούθηση του συνόλου των πωλήσεων και παροχών που πραγματοποιούν οι αγρότες σε τελικούς καταναλωτές, γεγονός που θα συμβάλλει στην ενίσχυση της διαφάνειας των συναλλαγών στον αγροτικό τομέα, αλλά και την εξυγίανση του συστήματος επιστροφής ΦΠΑ στους παραγωγούς.

Ορίζονται οι περιορισμοί υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών. Ειδικότερα, οι αγρότες, οι οποίοι μέχρι σήμερα υπάγονταν παράλληλα και στο κανονικό καθεστώς και στο ειδικό του άρθρου 41 ή δεν δικαιούνταν επιστροφής ΦΠΑ του άρθρου 41, λόγω άσκησης και άλλης δραστηριότητας του κανονικού καθεστώτος, χωρίς ωστόσο να υποχρεούνται να είναι ενταγμένοι στο κανονικό καθεστώς και για την αγροτική τους εκμετάλλευση, με τις νέες διατάξεις υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Με την λύση αυτή επιτυγχάνεται ο εξορθολογισμός του συστήματος ΦΠΑ, αφού οι εν λόγω αγρότες θα αντιμετωπίζονται ομοιόμορφα για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και θα μπορούν να ασκήσουν έκπτωση του φόρου των εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των αγροτικών τους προϊόντων, κάτι που με βάση το υφιστάμενο καθεστώς δεν μπορούν να πράξουν.

Ορίζεται, τέλος με σαφήνεια ο χρόνος και ο τρόπος μετάταξης από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς και αντίστροφα και ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στις μετατάξεις αυτές.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 17 προβλέπεται έναρξη της ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ από την 1η Ιανουαρίου 2017, αφενός για να δοθεί εύλογος χρόνος για την προσαρμογή στις νέες τους υποχρεώσεις των αγροτών που με τις προτεινόμενες διατάξεις δεν δικαιούνται να εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς, αφετέρου για λόγους μη διατάραξης της εύρυθμης εφαρμογής του ισχύοντος ειδικού καθεστώτος αγροτών έως το τέλος του φορολογικού έτους”.

Γιάννης Τσατσάκης