Ο πρωτογενής τομέας, καταλύτης για την ανάπτυξη της χώρας

Γράφει ο Δημήτρης Καραβασίλης.

Δημήτρης Καραβασίλης: Ο πρωτογενής τομέας, καταλύτης για την ανάπτυξη της χώρας

Μπορεί ο πρωτογενής τομέας να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο στην προσπάθεια ενίσχυσης της ανάπτυξης της χώρας; Ποιες είναι οι προκλήσεις για το εμπόριο των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και πώς μπορούν να ξεπεραστούν;

Το ελληνικό εμπόριο γενικότερα χαρακτηρίζεται από χρόνιες εγγενείς αδυναμίες με τις σημαντικότερες να εντοπίζονται στη δομή του. Η χώρα μας συγκεκριμένα εισάγει πολλά προϊόντα μεσαίας και υψηλής αξίας όπως ορυκτά καύσιμα, μηχανήματα, εξοπλισμό μεταφορών και χημικά προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα τουλάχιστον το 1/3 των εξαγωγών της συνίσταται σε χαμηλότερης αξίας προϊόντα με περιορισμένη ελαστικότητα τιμών όπως τα γεωργικά. Χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι για να εισάγουμε ένα αυτοκίνητο μικρού κυβισμού που δεν παράγουμε, χρειαζόμαστε περίπου 15 τόνους ελιές, 40-50 δέντρα, 5-7 στρέμματα και φυσικά κόπο να καλλιεργηθούν.

Μία επιπλέον πληγή αποτελεί η συνεχής διόγκωση του εγχώριου τριτογενούς τομέα εις βάρος του πρωτογενούς και δευτερογενούς. Κι όμως είναι αυτοί οι δύο τομείς που αποτελούν την πραγματική οικονομία και στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα που είτε δεν εκμεταλλεύεται πλήρως ή δεν εστιάζει σε αυτά. Ενδεικτικά, τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, η φέτα, το κρασί, τα οπωροκηπευτικά, τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας και τα νωπά ψάρια, το βαμβάκι και ο καπνός αναγνωρίζονται ολοένα και περισσότερο διεθνώς για την εξαιρετική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους κι έχουν την δυνατότητα να αποτελέσουν τη «ναυαρχίδα» των ελληνικών εξαγωγών και ταυτόχρονα βασικό πυλώνα στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου, υπό την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιηθούν περαιτέρω επενδύσεις και προσπάθειες τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά στον ευρύτερο πρωτογενή οικονομικό κλάδο.

Κυρίως όμως, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ξένων αγορών καθώς δεν εστιάζουν στην αλλαγή των τάσεων και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των καταναλωτών, στη διαφοροποίηση, στη συνέπεια, στη συνέχεια, στην λεπτομέρεια και τέλος στην σχέση τιμής/ ποιότητας.

Ακόμη, δεδομένου ότι αυτά εξάγονται συνήθως στην αρχική τους μορφή, έχουν χαμηλή αξία με αποτέλεσμα να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Προκειμένου λοιπόν να ενισχυθεί η εξωστρέφειά τους, πρωτίστως επιβάλλεται να αποκτήσουν υπεραξία -ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά- είτε μέσω της περαιτέρω επεξεργασίας/μεταποίησης τους, είτε μέσω του σχεδιασμού καινοτόμων και λειτουργικών συσκευασιών ή /και μέσω της παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών πριν και μετά την πώληση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διαφοροποιηθούν από ανταγωνιστικά προϊόντα και θα δημιουργηθεί μια συνεχής ζήτησης μέσω της τοποθέτησής τους σε τμήματα αγορών του εξωτερικού, αντί να πραγματοποιούνται τυχαίες πωλήσεις όπως συμβαίνει κυρίως σήμερα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν τα αποτελέσματα έρευνας αγοράς που πραγματοποίησε η DK Consultants και σύμφωνα με τα οποία, 6 στις 10 ελληνικές ετικέτες έξτρα παρθένου ελαιολάδου εξαφανίστηκαν από την ευρωπαϊκή αγορά σε διάστημα δύο ετών (2011-2013) λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας και διαφοροποίησης σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος της συσκευασίας και την απουσία ολοκληρωμένης και συνεκτικής εξαγωγικής στρατηγικής τόσο σε μεμονωμένο όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Στο πλαίσιο αυτό, επόμενο αναγκαίο βήμα για την ενίσχυση των ελληνικών αγροτικών εξαγωγών αποτελεί η αλλαγή στην ενδοεπιχειρησιακή εξαγωγική κουλτούρα η οποία οφείλει να στηρίζεται σε ένα καλά οργανωμένο εξαγωγικό σχέδιο κατόπιν πολύ καλής έρευνας αγοράς και μελέτης της δημιουργίας ή προσαρμογής του κατάλληλου προϊοντικού χαρτοφυλακίου ώστε να καλύπτονται όλες οι ανάγκες από τον εισαγωγέα, τον χονδρέμπορο και κυρίως τον τελικό χρήστη/καταναλωτή των προϊόντων ή υπηρεσιών της επιχείρησης.

Ακολούθως, η μεθοδική, συλλογική, θεσμοθετημένη δημιουργία εξαγωγικών κοινοπραξιών και παραγωγικών συνεταιρισμών με σκοπό την μείωση του κόστους αλλά και τη συγκέντρωση ικανής παραγωγικής διαθεσιμότητας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη συνεργιών με ξένους παραγωγούς / διανομείς θα συμβάλλει στην ενίσχυση της τοποθέτησης των ελληνικών προϊόντων στις ξένες αγορές. Ενδεικτικό παράδειγμα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι Έλληνες παραγωγοί αρωματικών φυτών οι οποίοι θα μπορούσαν να συνάψουν αποκλειστικές συμφωνίες παραγωγής και διάθεσης μοναδικών αρωματικών φυτών που διαθέτει η χώρα με εταιρείες του εξωτερικού με στόχο την προμήθεια της διεθνούς αρωματοβιομηχανίας.

Επιπρόσθετα, η στρατηγική ενδυνάμωση του εθνικού brand name με σταθερά βήματα και με συνέχεια επί μία σειρά ετών ώστε αυτό να λειτουργήσει ως ομπρέλα για τα ελληνικά προϊόντα, θα συντελέσει με τη σειρά του στην αναβάθμιση των εξαγωγών της χώρας. Πράγματι, οι ξένοι καταναλωτές θα στραφούν σε ελληνικά προϊόντα, μόνο όταν βεβαιωθούν ότι είναι συνώνυμα της υψηλής ποιότητας, αλλά πρώτα, πρέπει να γίνει ευρέως γνωστό ότι η Ελλάδα παράγει ποιοτικά προϊόντα. Για παράδειγμα, το καταναλωτικό κοινό πρέπει πρώτα να μάθει για το ελληνικό κρασί και την ελληνική φέτα και στη συνέχεια να αναζητήσει συγκριμένα brands.

Κρίνεται ακόμη αναγκαία η δημιουργία εθνικών γραφείων αγροτικών προϊόντων ανά Περιφέρεια και πιο συγκεκριμένα στην γεωγραφική περιφέρεια όπου παρατηρείται σοβαρή συγκέντρωση παραγωγής (π.χ Γραφείο Φράουλας στη Μανωλάδα Ηλείας ή/και Γραφείο Ακτινιδίου στην Πιερία ή/και Γραφείο Φέτας στην Καρδίτσα), με σκοπό τον εξειδικευμένο στρατηγικό σχεδιασμό ανάπτυξης του συγκεκριμένου προϊόντος και των παραγώγων του, την δυναμική παρατήρηση των τάσεων και πρακτικών ανταγωνισμού, την παροχή ουσιαστικής υποστήριξης στους παραγωγούς για την βελτίωση και την ανάπτυξη της παραγωγής τους, και τέλος την έμπρακτη συνδρομή τους σε επίπεδο πωλήσεων, επικοινωνίας-διαχείρισης κρίσεων και προώθησης σε αγορές – στόχους. Κατ’αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί η εξειδικευμένη και άκρως στοχευμένη προώθηση των προϊόντων αυτών σε συγκεκριμένες αγορές- στόχους με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

Αξίζει λοιπόν να επισημανθεί ότι, παρά το δύσκολο οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα και τον αυξημένο διεθνή ανταγωνισμό ο πρωτογενής τομέας μπορεί να παίξει το ρόλο καταλύτη στη γρήγορη ανάπτυξη του τόπου, αρκεί να εστιάσει στην διαφοροποίηση των προϊόντων του καθώς και στις σωστές προδιαγραφές των συσκευασιών τους, ώστε αυτά να γίνουν πιο ελκυστικά και ανταγωνιστικά. Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν στις ξένες αγορές και να δημιουργήσουν καταναλωτικά κοινά με γνώμονα τη συνέπεια, τον επαγγελματισμό, τη στρατηγική οργάνωση και ένα πολύ καλό επίπεδο μάρκετινγκ!

Ο Δημήτρης Καραβασίλης είναι Σύμβουλος Διεθνούς Μάρκετινγκ και ιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας DK Consultants, που δραστηριοποιείται στον τομέα της Συμβουλευτικής Επιχειρήσεων με ειδίκευση τους τομείς του Διεθνούς Marketing και της Στρατηγικής Ανάπτυξης Διεθνούς Δραστηριότητας.