Παγκόσμιος Άτλας Βιολογικών της FIBL: Ξεπέρασε τα 120 δισ. ευρώ η παγκόσμια αγορά το 2020

✱ Αυξημένες κατά 4,1% οι εκτάσεις διεθνώς ✱ Πολλές οι ευρωπαϊκές «πρωτιές»

Σπάζοντας το φράγμα των 120 δισ. ευρώ, η αγορά των βιολογικών έδειξε πρωτοφανή ανάπτυξη παγκοσμίως το 2020, καθώς αυξήθηκε κατά 14 δισ. ευρώ παρά τις προκλήσεις που αποτυπώθηκαν στις λιανικές πωλήσεις στο πλαίσιο της πανδημίας. Οι ΗΠΑ (49,5 δισ.), η Γερμανία (15 δισ.) και η Γαλλία (12,7 δισ.) εξακολούθησαν να ηγούνται ως αγορές βιολογικών, αυξάνοντας τα μεγέθη τους από την προηγούμενη χρονιά.

Ως ενιαία αγορά, μετά τις ΗΠΑ, η ΕΕ παρέμεινε δεύτερη με 44,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 37% της παγκόσμιας, ενώ ακολουθεί η Κίνα με 10,2 δισ. ευρώ (8,5%). Πολλές κυρίαρχες αγορές επέδειξαν εξαιρετικά ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τρία ευρωπαϊκά κράτη να ξεχωρίζουν: τη Γερμανία όπου η αγορά αυξήθηκε κατά 22%, τη Δανία που εξακολούθησε να έχει το υψηλότερο μερίδιο βιολογικών 13% επί της συνολικής αγοράς τροφίμων και την Ελβετία με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση (418 ευρώ/κάτοικο).

Το 2020 χαρακτηρίστηκε από την πανδημία και το αποτύπωμα που αυτή άφησε στις λιανικές πωλήσεις. Υγεία και ευεξία κατεύθυναν τους καταναλωτές που εστίαζαν στο να μην αρρωστήσουν, αλλά και να χτίσουν ένα επίπεδο ανοσίας. Η ζήτηση για βιολογικά τρόφιμα διογκώθηκε από την άνοιξη του 2020 και το ξεκίνημα της πανδημίας, ενώ η ανάπτυξη για υγιεινά προϊόντα προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς οι καταναλωτές συνδέουν τα βιολογικά τρόφιμα με την καλή υγεία, τη θρέψη και την ευεξία.

Από την άλλη, προκλήσεις, όπως τα ζητήματα με την εφοδιαστική αλυσίδα, αναμένεται κι αυτές να συνεχιστούν, ενώ πρότυπα βιωσιμότητας και προϊόντα με οικολογικά σήματα θα προκαλούν ανταγωνισμό. Παράλληλα, εκφράζονται ανησυχίες για επαρκή προμήθεια και κανονισμούς.

Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από τον «Παγκόσμιο Άτλα Βιολογικών» για το 2020 και προέρχονται από 190 κράτη, τα οποία συμμετείχαν σε αυτόν, αναδεικνύοντας τη συνεχιζόμενη ισχυρή ανάπτυξη στον τομέα. Πρόκειται για την 23η έκδοση της ετήσιας έρευνας που πραγματοποίησαν και φέτος το Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογικής γεωργίας της Fibl σε συνεργασία με την IFOAM International και παρουσίασαν πρόσφατα στο πλαίσιο της έκθεσης BIOFACH. Η φετινή έρευνα είχε τη στήριξη του ελβετικού υφυπουργείου Οικονομικών Σχέσεων (SECO), του Ταμείου Βιωσιμότητας της Ελβετικής Coop και της διοργανώτριας διεθνών εκδηλώσεων ΝurnbergMesse.

Σχεδόν 3,5 εκατ. οι βιοκαλλιεργητές παγκοσμίως

Την ίδια χρονιά (2020), περισσότεροι κατά 7,6% καταγράφηκαν οι παραγωγοί βιολογικών, που έφτασαν διεθνώς τον αριθμό των 3,4 εκατ., με τους περισσότερους παραγωγούς μικρής κλίμακας να πιστοποιούνται μέσω ομάδων που βασίζονται σε ένα εσωτερικό σύστημα ελέγχου. Με αύξηση να σημειώνεται σε όλες τις ηπείρους, οι εκτάσεις υπό βιολογική διαχείριση προσέγγισαν τα 750 εκατ. στρέμματα στο τέλος της ίδιας χρονιάς, περισσότερες κατά 4,1% έναντι του 2019. Η Ωκεανία συγκέντρωνε σχεδόν τις μισές από αυτές τις εκτάσεις, με την Ευρώπη να ακολουθεί με 171 εκατ. στρέμματα και τη Λατινική Αμερική να έπεται με 99 εκατ. στρέμματα.

Σε συνολικά 18 χώρες, 10% και περισσότερο της αγροτικής γης ήταν βιολογική, με τα μεγαλύτερα μερίδια να εντοπίζονται και πάλι επί ευρωπαϊκού εδάφους, καθώς Λιχτενστάιν (41,6%), Αυστρία (26,5%) και Εσθονία (22,4%) είχαν με διαφορά τη μεγαλύτερη αναλογία, ενώ παγκοσμίως το 1,6% των εκτάσεων ήταν βιολογικές.

Τα μεγαλύτερα μερίδια βιολογικών εκτάσεων, επί του συνόλου της αγροτικής γης, συγκεντρώνονταν σε Ωκεανία (9,7%) και Ευρώπη (3,4%), εκ των οποίων στην ΕΕ το ποσοστό ανερχόταν σε 9,2%. Την ίδια χρονιά, αρκετές χώρες έδειξαν σημαντικές αυξήσεις σε όρους εκτάσεων, με τη μεγαλύτερη απόλυτη αύξηση να εντοπίζεται σε Λατινική Αμερική (+19,9%), Ευρώπη (+3,7%) και Ασία (+7,6%).

Λιβάδια και βοσκοτόπια κάλυπταν περισσότερα από τα 2/3 αυτών των εκτάσεων διεθνώς, αυξημένα κατά 4% το 2020. Αυξημένες κατά 1% από το 2019, οι εκτάσεις των αροτραίων συνέβαλαν κατά 18% στις εκτάσεις βιολογικών παγκοσμίως, με κύριες αυτές των δημητριακών, συμπεριλαμβανομένου του ρυζιού. Ένα ακόμη 7% καταλάμβαναν οι μόνιμες καλλιέργειες (περισσότερα από 52 εκατ. στρέμματα, αυξημένα κατά 15,7% από την προηγούμενη έρευνα), με κυριότερες αυτές της ελιάς, των καρπών του καφέ, των σταφυλιών και του κακάο.

Επιπλέον, περιοχές άγριας συλλογής, αλλά και άλλες με μελίσσια συμπεριλαμβάνονται στις εκτάσεις βιολογικής δραστηριότητας, όπου υπάρχουν γι’ αυτές διαθέσιμα στοιχεία.

Το 2020 ήταν περίοδος ρεκόρ με τη μεγαλύτερη συλλογή βιολογικού βαμβακιού παγκοσμίως, ακολουθώντας μία τριετία ισχυρής ανάπτυξης, κατά 31% το 2018/2019. Το βιολογικό βαμβάκι ανερχόταν στο 1% της παγκόσμιας παραγωγής βάμβακος το 2019/2020.

Σε Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία οι μεγαλύτερες εκτάσεις

Εστιάζοντας στην Ευρώπη, από τα 171 εκατ. στρέμματα βιολογικών εκτάσεων, τα 149 εκατ. βρίσκονταν στην ΕΕ και τελούσαν υπό βιολογική διαχείριση από σχεδόν 350.000 παραγωγούς (420.000 στο σύνολο της Ευρώπης), με τον μεγαλύτερο αριθμό παραγωγών να συγκεντρώνεται στην Ιταλία (71.590). Ο αριθμός των παραγωγών μειώθηκε κατά 2,5% στην ευρωπαϊκή ήπειρο (κυρίως λόγω του μικρότερου αριθμού που ανέφερε η Τουρκία), ενώ αντίστροφα αυξήθηκε κατά 3,3% στην ΕΕ.

Οι εκτάσεις βιολογικών συνολικά για την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 0,7% σε σύγκριση με το 2019. Γαλλία (25 εκατ. στρέμματα), Ισπανία (24 εκατ. στρέμματα) και Ιταλία (21 εκατ.) συγκέντρωναν τις μεγαλύτερες εκτάσεις βιολογικών, ενώ 15 κράτη είχαν μερίδια τουλάχιστον 10%.

Για το σύνολο των βιολογικών εκτάσεων της Ευρώπης, το 47% αποτελούσαν αροτραίες καλλιέργειες (λόγω των εκτάσεων που διαθέτουν Ρωσική Ομοσπονδία και Ουκρανία για την παραγωγή σιτηρών, ελαιούχων και ξηρών οσπρίων), ποσοστό που μεταβάλλεται σε 45% για την περίπτωση της ΕΕ. Αντιστοίχως, ένα 39% στην Ευρώπη και ένα 42% στην ΕΕ αντιπροσώπευαν τα μόνιμα βοσκοτόπια και ένα 11% και στις δύο περιπτώσεις οι μόνιμες καλλιέργειες.

Στα αροτραία, το μερίδιο των βιολογικών επί του συνόλου των καλλιεργειών ήταν 3,8% για την Ευρώπη και 6,8% για την ΕΕ, ενώ τα μόνιμα βοσκοτόπια αντιπροσώπευαν 3,9% στην Ευρώπη και 12,4% στην ΕΕ επί του συνόλου. Στις μόνιμες καλλιέργειες, εντοπίζονται τα υψηλότερα μερίδια 10,9% για την Ευρώπη και 13,6% για την ΕΕ, οι οποίες είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση (2019-2020) 5,7% και 6,1% αντίστοιχα, λόγω της μεταβολής στην Ισπανία.

Ακόμη, το 2020 η ΕΕ διέθετε έναν αριθμό 78.262 μεταποιητών (+3,4%) και πάλι με την Ιταλία να ηγείται (22.689) και 5.820 εισαγωγέων (+5,3%) με τους περισσότερους αυτήν τη φορά στη Γερμανία (1.916).

Στην ΕΕ οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της λιανικής

Οι λιανικές πωλήσεις βιολογικών ανήλθαν στα 52 δισ. ευρώ για το σύνολο της Ευρώπης, καταγράφοντας αύξηση 14,9% από το 2019 και κατά κεφαλήν κατανάλωση στα 63,3 ευρώ (44,8 δισ. μόνο στην ΕΕ με ανάπτυξη 15,1%, την υψηλότερη κατά την τελευταία δεκαετία, μερίδιο βιολογικών 4,7% επί του συνόλου της αγοράς και κατά κεφαλήν κατανάλωση στα 101,8 ευρώ).

Οι μεγαλύτερες αγορές της ήταν αυτές της Γερμανίας (15 δισ. ευρώ), της Γαλλίας (12 δισ.) και της Ιταλίας (3,9 δισ.). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση βιολογικών τροφίμων έχει υπερδιπλασιαστεί μεταξύ των Ευρωπαίων την τελευταία δεκαετία, με τα περισσότερα να ξοδεύονται από τους Ελβετούς και τους Δανούς (418 και 384 ευρώ κατ’ άτομο αντίστοιχα). Πάντως, χώρες της ΕΕ εμφανίζουν σε διεθνές επίπεδο τα υψηλότερα μερίδια πωλήσεων βιολογικών τροφίμων, ως ποσοστά επί των αγορών τροφίμων (Δανία 13%, Αυστρία 11,3% και Ελβετία 10,8%).

Σε όρους εισαγωγών, με μεγαλύτερο εισαγωγέα την Ολλανδία, η ΕΕ εισήγαγε 2,8 εκατ. μετρικούς τόνους βιολογικών το 2020, έχοντας ως μεγαλύτερο προμηθευτή το Εκουαδόρ, αφού το σημαντικότερο προϊόν ήταν τα τροπικά φρούτα.

Οι λιανικές πωλήσεις, ωθούμενες και από την πανδημία, σημείωσαν εντυπωσιακή ανάπτυξη το 2020, τάση όμως που δεν αντικατοπτρίζει και την αύξηση των εκτάσεων, η οποία και μεταβλήθηκε κατά 5,3%.

Μπορεί να υπάρχουν χώρες, όπως προαναφέρθηκε, όπου τα μερίδια υπερβαίνουν και το 20%, υπάρχουν όμως ακόμη κράτη της ΕΕ που έχουν μερίδια κάτω από 10%, κάτι που απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη, ώστε να επιτευχθεί ο κοινοτικός στόχος του 25% έως το 2030, επισημαίνεται στην έρευνα.

Πέραν του ισχυρού καταναλωτικού ενδιαφέροντος, μέτρα στήριξης –συμπεριλαμβανομένων ενός καλού θεσμικού πλαισίου, επαρκούς στήριξης μέσω της ΚΑΠ, σχεδίων δράσης και στήριξης για έρευνα και γνώση– κρίνονται ζωτικής σημασίας για την επίτευξη του στόχου, όπως υπογραμμίζεται, ενώ εάν συνεχιστούν και το 2021 τάσεις στη λιανική που το 2020 έφεραν σε πολλά κράτη διψήφια ποσοστά ανάπτυξης, η επίτευξη του στόχου θα είναι πιο πιθανή.

Η έρευνα αναλύει, επίσης, σημεία αλλαγών που επιφέρει ο νέος κανονισμός που τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2022, μετά από ετήσια αναβολή, αλλά και όσα προβλέπει η νέα ΚΑΠ παράλληλα με την Πράσινη Συμφωνία και τη στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», αλλά και προγράμματα όπως αυτά στο πλαίσιο του Horizon στα πεδία της έρευνας και της καινοτομίας.

Αροτραίες, όσπρια και ελιές ανάμεσα στις ελληνικές «πρωτιές»

Από την ένατη θέση σε όρους εκτάσεων, η Ελλάδα το 2020 διέθετε 5.346.290 στρέμματα βιολογικής γης και ένα 10,1% βιολογικών έναντι του συνόλου των αγροτικών εκτάσεων, που την κατέβαζε στη 14η θέση της κατάταξης των ευρωπαϊκών χωρών ως προς αυτόν τον δείκτη.

H μεταβολή των βιολογικών εκτάσεων για τη χώρα μας μεταξύ 2019-2020 ήταν κατά 1,1%. Από το σύνολο των εκτάσεων, το μεγαλύτερο μέρος 2,9 εκατ. στρέμματα ήταν μόνιμα βοσκοτόπια, ακολουθούσαν οι εκτάσεις αροτραίων με 1,7 εκατ. στρέμματα περίπου κι ακόμη 681.760 ήταν οι εκτάσεις των μόνιμων καλλιεργειών.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τα σιτηρά είχαν ένα βιολογικό μερίδιο (μαζί με τις εκτάσεις σε μεταβατικό στάδιο) της τάξεως του 5,16%, ενώ 17,6% ήταν το βιολογικό μερίδιο των οσπρίων και 2,9% εκείνο των ελαιούχων. Αντιστοίχως, σε 4,9% ανερχόταν το βιολογικό μερίδιο στα εσπεριδοειδή, σε μόλις 1,2% εκείνο των φρούτων που καλλιεργούνται σε εύκρατα κλίματα (μήλα, αχλάδια, πυρηνόκαρπα και άλλα πιο μικρόκαρπα φρούτα) και 7,2% το αντίστοιχο τροπικών και υποτροπικών φρούτων.

Σε 4,7% ανερχόταν το μερίδιο των σταφυλιών, με περισσότερα από 48.000 στρέμματα βιολογικά και υπό μετατροπή, ενώ στην περίπτωση της ελιάς το μερίδιο βιολογικών ανερχόταν σε 6,2% με περίπου 565.000 στρέμματα. Το βιολογικό μερίδιο των αντίστοιχων εκτάσεων με λαχανικά ανερχόταν σε 3,9%. Την ίδια χρονιά, η Ελλάδα διέθετε έναν αριθμό 29.869 παραγωγών, 1.653 μεταποιητών, 45 εισαγωγέων και 40 εξαγωγέων.

Σε όρους βιολογικού εμπορίου, τέλος, για το 2017, οπότε και διέθετε στοιχεία, οι λιανικές πωλήσεις ανέρχονταν σε 66 εκατ. ευρώ, με μερίδιο 0,3% επί του συνόλου και την κατά κεφαλήν κατανάλωση στα μόλις 5,6 ευρώ/άτομο.

 

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022