Θέρμη: Ένα Ινστιτούτο δραστηριοποιείται στο 80% της ελληνικής φυτικής παραγωγής

Στην υπηρεσία παραγωγών και επιχειρήσεων με στόχο την προστασία, βελτίωση των φυτών

fitiki-paragogi
Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων

To Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων λειτουργεί εδώ και τρία χρόνια στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και αποτελεί συγχώνευση πολλών ινστιτούτων που πραγματοποιήθηκαν από τον ΕΛΓΟ-«Δήμητρα».

Οι τομείς δραστηριότητάς του περιλαμβάνουν σχεδόν το 80% της ελληνικής φυτικής παραγωγής. Στόχος του είναι η προστασία, διατήρηση, βελτίωση, αξιοποίηση και δημιουργία ποικιλιών, καθώς και η κατηγοριοποίηση των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών και των ελληνικών αυτοφυών και ανθοκομικών ειδών, στο πλαίσιο της διατήρησης των φυτογενετικών πόρων. Οι ερευνητικές δράσεις του εστιάζονται σε τομείς της φυτικής παραγωγής, όπως οι μεγάλες καλλιέργειες σιτηρών, καλαμποκιού, ρυζιού βάμβακος, καπνού και βιομηχανικής κάνναβης, των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, των λαχανικών και κηπευτικών, της φυτοπροστασίας, της μοριακής βελτίωσης των φυτών.

Στο Ινστιτούτο ανήκει και ο Βαλκανικός Βοτανικός Κήπος στα Κρούσσια Κιλκίς αλλά και η Τράπεζα Γενετικού Υλικού, η οποία περιλαμβάνει όλες τις ποικιλίες των καλλιεργειών και τα αυτόχθονα αυτοφυή από τις οποίες προέρχονται. Η Τράπεζα του Ινστιτούτου διατηρεί ποικιλίες οι οποίες έχουν συλλεχθεί από όλη την Ελλάδα, περίπου 14.000 δείγματα, και οι οποίες είτε χρησιμοποιούνται σήμερα, είτε είναι παραδοσιακές. «Στα σιτάρια, όπως και στα καλαμπόκια, γίνονται έρευνες εδώ και έναν αιώνα για τη βελτίωση και την εγγραφή των ποικιλιών στον εθνικό κατάλογο, οι οποίες φτάνουν τις 60. Στα καπνά, οι ποικιλίες που έχουν εγγραφεί είναι περισσότερες από 10, ενώ στα κηπευτικά η, έρευνα βρίσκεται στα 30 χρόνια και υπάρχουν 10-15 ποικιλίες εγγεγραμμένες» τονίζει η Δρ. Ελένη Μαλούπα, Τακτική Ερευνήτρια και Διευθύντρια του Ινστιτούτου. Από τα ισχυρά χαρτιά στο ερευνητικό πεδίο των δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου είναι η βελτίωση των φυτών με μοριακές τεχνικές και η αξιολόγηση των ποικιλιών και, όπως λέει η κα Μαλούπα, οι παλαιοί αλλά και οι νέοι ερευνητές που θα πλαισιώσουν την ομάδα σε σύντομο διάστημα, θα κάνουν ακόμη πιο ισχυρό τον τομέα αυτό. «Αυτήν τη στιγμή, επεξεργαζόμαστε το μοριακό αποτύπωμα των ποικιλιών ή των ειδών με τα οποία ασχολούμαστε, με στόχο την ιχνηλασιμότητα συγκεκριμένων ποικιλιών, π.χ. φακές Εγκλουβής ή φασόλια Πρεσπών, και τη χρήση τους μετέπειτα σε άλλα προϊόντα», σημειώνει η διευθύντρια του Ινστιτούτου.

Tα τελευταία σημαντικά ερευνητικά ευρωπαϊκά προγράμματα που εκπονούνται στο ινστιτούτο αφορούν το ρύζι, την ορθολογική χρήση του νερού, όπως και τη δορυφορική παρακολούθηση των καλλιεργειών στην περιοχή της Σίνδου, σε σχέση με την ασθένεια «πυρικουλάρια». Στη συνέχεια, μέσω δορυφορικών λήψεων και με ευρωπαϊκή συνεργασία, επιστρέφουν δεδομένα τα οποία, με τη χρήση drones, δίνουν οδηγίες για τη χρήση νερού, λίπανσης ή φαρμάκων, με στόχο την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη καλλιέργεια. Ταυτόχρονα, στο Ινστιτούτο υπάρχει και το Εργαστήριο Προστασίας και Αξιοποίησης Αυτοφυών και Ανθοκομικών Ειδών. Εκεί διατηρούνται περίπου 2.000 κωδικοί από ελληνικά αυτοφυή, ενώ περίπου 40 είδη διακινούνται και εμπορικά από μητρικό υλικό, το οποίο όμως αναπαράγεται αγενώς. Μεταξύ αυτών των φυτών είναι το τσάι του βουνού, το φασκόμηλο, το θυμάρι, το δεντρολίβανο, οι ρίγανες κ.λπ.

Αντίστοιχα, από το τμήμα των αρωματικών φυτών διατίθενται σπέρματα και γίνονται προσπάθειες για τη δημιουργία νέων ποικιλιών, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη ρίγανη, το χαμομήλι, τον μάραθο και το τσάι του βουνού. Δεν έχουν εγγραφεί ως νέες ποικιλίες ακόμη στον εθνικό κατάλογο καθώς βρίσκονται σε διαδικασία βελτίωσης, για τη διακριτότητα, την ομοιομορφία και τη σταθερότητα τους. «Η διάθεση των φυτών ποικίλει ανά έτος, αναλόγως της ζήτησης» επισημαίνει η δρ Μαλούπα. «Φέτος έχουμε 3-5 είδη σιδερίτη, φασκόμηλου, θυμαριού, ελίχρυσου, βαλσαμόχορτου και κάποια ανθοκομικά είδη όπως είναι τα αγριογαρίφαλα, κρίταμο κ.λπ. Σύμφωνα με τη δρ Μαλούπα, τόσο για τα αυτοφυή φυτά όσο και για τα σιτηρά ή τα καπνά, γίνεται μια σποροπαραγωγή και κάθε χρόνο δίνονται μεγάλα ποσοστά από αυτά τα υλικά, τα οποία καλλιεργούνται από παραγωγούς και στη συνέχεια αξιοποιούνται ως υψηλής ποιότητας υλικά, δίνοντας σε προϊόντα εταιρειών έναν χαρακτήρα ελληνικό.