Μίνιμουμ «τιμή ασφαλείας» εισάγει στα συμβόλαια η Barilla

Μίνιμουμ «τιμή ασφαλείας» εισάγει στα συμβόλαια η Barilla

Τη λογική της ελάχιστης εγγυημένης τιμής υιοθετεί με τις συμβάσεις που ετοιμάζεται να προτείνει για τη νέα σεζόν στους παραγωγούς σκληρού σιταριού η Barilla Hellas.

Πρόκειται για ένα στοιχείο που εισάγεται για πρώτη φορά στο πρόγραμμα συμβολαιακής της βιομηχανίας ζυμαρικών, το οποίο μέχρι σήμερα δομήθηκε γύρω από το μοντέλο της πριμοδότησης του καλλιεργητή, με βάση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της συγκομιδής του.

Σύμφωνα με το αποκλειστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ύπαιθρος Χώρα» που κυκλοφορεί, η στόχευση αυτή δεν αλλάζει, ωστόσο, με φόντο τη δραματική εικόνα της φετινής αγοράς στο σκληρό, στην εξίσωση προστίθεται πλέον και μια «τιμή ασφαλείας» για όσους παραγωγούς «πιάσουν» τις ποιοτικές προδιαγραφές που θέτει η βιομηχανία.

Μίνιμουμ «τιμή ασφαλείας» εισάγει στα συμβόλαια η BarillaΟι συμβάσεις της νέας περιόδου αναμένεται να γνωστοποιηθούν στους παραγωγούς μέσα στις επόμενες μέρες και, όπως αποκαλύπτει στην «ΥΧ» ο υπεύθυνος Αγορών Πρώτων Υλών της Barilla Hellas, Κώστας Θεοχαρίδης, θα προβλέπουν ελάχιστη εγγυημένη τιμή 20 λεπτά το κιλό για σιτάρια της ποικιλίας Svevo (σ.σ.: η ποικιλία που δουλεύει συμβολαιακά η εταιρεία) με πρωτεΐνη 13,5% και πάνω και 21 λεπτά το κιλό για σιτάρια με πρωτεΐνη 14% και πάνω. «Εδώ και 14 χρόνια εφαρμόσαμε μια συμβολαιακή, στον πυρήνα της οποίας ήταν το πριμ ποιότητας επί της τιμής αγοράς. Κρίνουμε το μοτίβο αυτό επιτυχημένο, καθώς, στο τέλος της χρονιάς, όλοι έβγαιναν κερδισμένοι, με πρώτο και κύριο τον παραγωγό. Βεβαίως, όλο αυτό το διάστημα οι τιμές, παρά τις διακυμάνσεις, ήταν σχετικά ικανοποιητικές. Γι’ αυτό και δεν μπήκαμε στη συζήτηση μιας εγγυημένης τιμής», εξηγεί ο κ. Θεοχαρίδης.

Το σημείο καμπής, ωστόσο, ήταν η φετινή χρονιά κατά την οποία, όπως επισημαίνει, οι τιμές παραγωγού υποχώρησαν σε επίπεδα σχεδόν ιστορικά χαμηλά. «Για τις επιχειρήσεις τα κοστολόγια βελτιώθηκαν, όμως για τους καλλιεργητές η κατάσταση έγινε πάρα πολύ δύσκολη. Μόνο οι υψηλές αποδόσεις βοήθησαν να αντισταθμιστούν κάπως οι απώλειες», παραδέχεται. «Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, ότι η αγορά συνεχίζει να έχει βαρίδια στα πόδια και ότι το πιθανότερο στατιστικά είναι του χρόνου να μη δούμε εξίσου υψηλές παραγωγές, θεωρούμε ότι πλέον υπάρχει βάσιμος λόγος να ορίσουμε μια ελάχιστη εγγυημένη τιμή», σημειώνει ο κ. Θεοχαρίδης και προσθέτει: «Ο στόχος είναι να δημιουργήσουμε μια ζώνη ασφαλείας, ένα ανάχωμα για το ποιοτικό σκληρό».

Σύμφωνα με τον ίδιο, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια «δεν υπήρχε δυνατότητα να μετρηθεί η ποιότητα επιτόπου και ξεχωριστά για τον κάθε παραγωγό. Έπρεπε να συγκεντρωθούν μεγάλες ποσότητες, να δημιουργηθεί μια μεγάλη παρτίδα και επ’ αυτής να γίνουν οι μετρήσεις. Σήμερα, είναι αρκετά τα εμπορικά μαγαζιά που διαθέτουν πρωτεϊνόμετρα, κάτι που μας κάνει να νιώθουμε δικαιωμένοι ως εταιρεία, καθώς είχαμε αναδείξει επανειλημμένα το ζήτημα. Πλέον, ο παραγωγός παίρνει στα χέρια του ένα αποδεικτικό ποιότητας, το οποίο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει και με το οποίο μπορεί να διεκδικήσει καλύτερη τιμή».

Παραμένουν σε ισχύ τα πριμ ποιότητας

Η καθιέρωση μίνιμουμ τιμών δεν σημαίνει ότι καταργούνται τα πριμ ποιότητας. Όπως αναφέρει ο κ. Θεοχαρίδης, αν ένας παραγωγός «πιάσει» πρωτεΐνη 13% (που είναι και το κατώτατο όριο που θέτει η εταιρεία), θα «πληρωθεί με την τιμή αγοράς συν μια πριμοδότηση συμβατική με την ποικιλία και το πρόγραμμα, δεν θα έχει όμως την ασφάλεια μιας εγγυημένης τιμής». Αντίστοιχα, εφόσον η τιμή του σκληρού την επόμενη σεζόν κινηθεί υψηλότερα των 20 και 21 λεπτών (π.χ. 23 λεπτά το κιλό), ο παραγωγός θα την εισπράξει κανονικά μαζί με τα προβλεπόμενα μπόνους.