Απαρατήρητη περνάει η ψηλή τιμή της μπάμιας

Δεν υπάρχει ενδιαφέρον για καλλιέργεια, παρά τη ζήτηση από την αγορά

Η μπάμια αποτελεί ένα από τα καλοκαιρινά προϊόντα με μεγάλη ζήτηση, κυρίως από την παραδοσιακή κουζίνα, αλλά και τη μαζική εστίαση. Στο σύνολό του το προϊόν διακινείται κυρίως ως κατεψυγμένο και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτό έρχεται εισαγόμενα από τρίτες χώρες, Τουρκία, Αίγυπτο, αλλά και τη γειτονική Βουλγαρία. Η μπάμια είχε την τιμητική της στη χώρα μας παλαιότερα, όμως η έλλειψη εργατικών χεριών οδήγησε στη σταδιακή εγκατάλειψή της.

Ο Δημοσθένης Λακασάς από τον Κολινδρό Πιερίας για πολλά χρόνια καλλιεργούσε μπάμιες και τις διακινούσε μέσω της λαχαναγοράς. Για κάθε 3 με 4 στρέμματα έπαιρνε και έναν εργάτη γης για να συλλέξει. «Η μέση απόδοση εξαρτάται από τον χρόνο συλλογής, συνήθως στο αρχικό στάδιο μαζεύουμε 30 με 40 κιλά ενώ στη συνέχεια, όταν το φυτό βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, ένας εργάτης μπορεί να μαζέψει και 70 κιλά».

Ο κ. Λακασάς το θεωρεί ένα δύσκολο προϊόν όχι μόνο στη συλλογή, αλλά και στη συντήρησή του, διότι απαιτεί ειδική μεταχείριση. «Το προϊόν αν δεν πουληθεί μέσα σε δύο μέρες μαυρίζει, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητά του και συνήθως να το πετάμε. Απαιτεί ψυγεία, ώστε να παραταθεί η διάρκεια ζωής του περισσότερο χωρίς απώλειες». Για τον ίδιο, το μέλλον στην καλλιέργεια της μπάμιας, αλλά και η είσοδος νέων αγροτών σε ένα τόσο ιδιαίτερο προϊόν, επαφίεται καθαρά στη δημιουργία δυνατών και υγιών συλλογικών σχημάτων, που θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά χωρίς ενδιάμεσους, άρα αποδίδοντας το σύνολο της προστιθέμενης αξίας της μπάμιας στον παραγωγό. «Μία τέτοια λύση μπορεί να δώσει και η συμβολαιακή γεωργία, για παράδειγμα», υποστήριξε κλείνοντας.

Η βιομηχανία στηρίζεται στην εισαγωγή

Για μία καλλιέργεια που απαιτεί δύσκολη χειρωνακτική εργασία έκανε λόγο και ο Μιχάλης Στράντζαλης, μεταποιητής κατεψυγμένων κηπευτικών της εταιρείας Άρδας ΑΕ από τον Έβρο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το σύνολο της παραγωγής έρχεται από άλλες χώρες και μόνο ένα μικρό ποσοστό παράγεται εδώ. «Εμείς εισάγουμε το μεγαλύτερο ποσοστό από τη Βουλγαρία, με μία μέση τιμή περίπου στα 2,5 ευρώ το κιλό. Ακόμα και στη Βουλγαρία τα εργατικά χέρια είναι δυσεύρετα, γιατί οι περισσότεροι έχουν φύγει σε δυτικές χώρες. Άλλες εναλλακτικές για τις εταιρείες κατεψυγμένων κηπευτικών είναι η Τουρκία και η Αίγυπτος, που καλύπτουν ένα σημαντικό ποσοστό των αναγκών της αγοράς».

Ζητήσαμε από τον κ. Στράντζαλη να μας δώσει μία εικόνα της απόδοσης των καλλιεργειών και αν υπάρχει δυνατότητα επέκτασης της παραγωγής στη χώρα μας, έτσι ώστε να καλύψει ένα ποσοστό της εγχώριας αγοράς. Εκτίμησε ότι στη χώρα παράγεται υψηλής ποιότητας προϊόν και έχει τις δυνατότητες να διακριθεί και στις ξένες αγορές, είτε ως νωπό είτε ως κατεψυγμένο, ενώ οι μέσες αποδόσεις κυμαίνονται περίπου στα 1.000 κιλά το στρέμμα.

«Για να κρατήσουμε μεγαλύτερο διάστημα την ποιότητα και την εμφάνιση του καρπού, θα πρέπει να εφαρμόσουμε σύγχρονες τεχνολογίες, όπως είναι η τεχνική υδροκούλερ. Πρόκειται για ένα τεχνητό σοκ με παγωμένο νερό που διατηρεί τη φρεσκάδα του καρπού και στη συνέχεια με σταθερή θερμοκρασία διατίθεται ως νωπό προϊόν στην αγορά», κατέληξε.