Άρης Κεφαλογιάννης: Η ποιότητα δεν είναι μια μονοδιάστατη παράμετρος

Aποτελούμε τη μόνη μεσογειακή χώρα που δεν υπάρχει ούτε υπουργική απόφαση για την υποχρεωτική χρήση επώνυμων φιαλιδίων ελαιολάδου στα τραπέζια των χώρων μαζικής εστίασης, ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφέ (HORECA).

Άρης Κεφαλογιάννης: Η ποιότητα δεν είναι μια μονοδιάστατη παράμετρος

Ο αποκλειστικός τους εμπορικός αντιπρόσωπος στις ΗΠΑ ξεπερνάει τα 165.000 αεροπορικά μίλια κάθε χρόνο για να προωθήσει τα προϊόντα τους μόνο στη συγκεκριμένη αγορά. Όμως και ο ίδιος, με μια βαλίτσα στο χέρι, διασχίζει συνεχώς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπου βρίσκονται οι αγορές τους, επιτυγχάνοντας εξαγωγές 1.500 τόνων εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου και περίπου άλλων τόσων τόνων επιτραπέζιων ελιών. Συζητάμε, «ανακρίνοντας», τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΓΑΙΑ (GAEA) Τρόφιμα ΑΕΒΕ, τον Άρη Κεφαλογιάννη.

Συνέντευξη στον Βασίλη Ζαμπούνη

Για τη GAEA AEBE, ποιότητα σημαίνει ότι εφόσον ο καταναλωτής αγοράζει από το ράφι του σούπερ μάρκετ, δεν θα μπορεί να βρει σε κανένα ράφι, κανενός σούπερ μάρκετ στον κόσμο, προϊόν ποιοτικά καλύτερο από το δικό της. 

Στο ερώτημα, όμως, αν και πώς βρίσκουν την απαραίτητη πρώτη ύλη, ο κ. Κεφαλογιάννης παραδέχεται ότι αυτό γίνεται με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία. Γιατί; Μα, γιατί η κλιματική αλλαγή υποβαθμίζει τη φυσιολογική πρωτογενή παραγωγή, γιατί η απογοήτευση των παραγωγών και η έλλειψη κινήτρων οδηγούν στην απροθυμία να εφαρμόσουν τις βέλτιστες πρακτικές, κάτι που συμβαίνει και με τους ελαιοτριβείς (ελαιουργούς) σε μεγάλο βαθμό, γιατί η ελληνική νοοτροπία ότι «έχουμε το καλύτερο προϊόν» δεν επιτρέπει να προσπαθούμε να το βελτιώσουμε.

Η ποιότητα δεν είναι μια μονοδιάστατη παράμετρος, άλλωστε στο ελαιόλαδο η GAEA πραγματοποιεί 18 διαφορετικούς ελέγχους σε κάθε παρτίδα, με πιο σημαντική την οργανοληπτική αξιολόγηση. Διότι, έξτρα παρθένο με το παραμικρό ελάττωμα είναι αδιανόητο να υπάρχει και να ονομάζεται έξτρα παρθένο.

Όσο για την επιτραπέζια ελιά, εδώ τα ποιοτικά στάνταρντς είναι ακόμη πιο δύσκολα, για αυτό και είναι σημαντικό να επισημοποιηθεί η μέθοδος οργανοληπτικής αξιολόγησης του IOC.

Ο συνομιλητής μας εκφράζει την πεποίθησή του ότι οι επιτραπέζιες ελιές έχουν μέλλον και ίσως πιο ευνοϊκό από το ελαιόλαδο. Η ελιά Καλαμών αποτελεί ένα εθνικό πολιτιστικό στοιχείο, ένα παγκόσμιο brand name, ενώ η πράσινη ελιά φυσικής ζύμωσης ελληνικού τύπου πρέπει να ερευνηθεί και να υποστηριχθεί, ώστε να αντικαταστήσει την επεξεργασία ισπανικού τύπου.

Ρωτήσαμε τον κ. Κεφαλογιάννη αν πράγματι η αιτία των χαμηλών ελληνικών εξαγωγικών επιδόσεων βρίσκεται στο ότι τα ελληνικά ελαιόλαδα και οι επιτραπέζιες ελιές είναι ακριβά, άρα μη ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται πολλοί εξαγωγείς, όμως η άποψή του είναι διαφορετική και μάλλον επιβεβαιώνεται από τις σχετικές στατιστικές.

Όπως ο ίδιος λέει επιγραμματικά, «δεν είμαστε ακριβοί, αλλά είμαστε κακοί παραγωγοί/έμποροι/εξαγωγείς». Με άλλα λόγια, δεν έχουμε στρατηγική, δεν έχουμε δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να πουλάμε με υπεραξία. Αντίθετα, στις περισσότερες κατηγορίες, τα ελληνικά προϊόντα είναι συνώνυμα των ποιοτικά φθηνών, ενώ συχνά «βάζουμε αυτογκόλ», όπως στην περίπτωση της ΠΟΠ Ελιάς Καλαμάτας.

Άλλωστε, το καλό και σωστό ελληνικό lifestyle δεν το προβάλλουμε ούτε στους ξένους που έρχονται στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι αποτελούμε τη μόνη μεσογειακή χώρα που δεν υπάρχει ούτε υπουργική απόφαση για την υποχρεωτική χρήση επώνυμων φιαλιδίων ελαιολάδου στα τραπέζια των χώρων μαζικής εστίασης, ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφέ (HORECA).

Ο συνομιλητής μας επισημαίνει ότι ο ρόλος των συλλογικών μορφών οργάνωσης των παραγωγών (συνεταιρισμοί, ομάδες παραγωγών) είναι αναντικατάστατος, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα ασχοληθούν με το αντικείμενό τους, το προϊόν, τη βελτίωση της παραγωγής του, της πώλησής του, της ζωής των ανθρώπων που το παράγουν. Στη συνέχεια, τον ρωτήσαμε αν μπορούν να ανταποκριθούν και στην εμπορία του, για να πάρουμε την απάντηση ότι δεν υπάρχουν κανόνες και ότι θα πρέπει να κάνουν ένα τεστ αυτογνωσίας, ώστε να διαπιστώσουν αν μπορούν να ανταποκριθούν στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού, στην κλίμακα που απαιτείται και με την προοπτική της αειφορίας.

Όσο για το κράτος, εδώ η ελληνική εμπειρία διδάσκει ότι όσο λιγότερο τόσο το καλύτερο. Το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό, αλλά ότι το κράτος θα πρέπει να ασχοληθεί με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική του τομέα χωρίς να εμπλέκεται στη φθορά της καθημερινής διαχείρισης.

Προφανώς, μεγάλες είναι και οι ευθύνες των επαγγελματικών φορέων. Παρά την πληθώρα του αριθμού τους και τις χρηματοδοτήσεις που είχαν τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο απέτυχαν να ομονοήσουν και να επεξεργαστούν μια στρατηγική, την οποία θα έβαζαν στο τραπέζι της συζήτησης με το κράτος.

Αν και η ερώτησή μου διακατέχεται από ισχυρές αμφιβολίες, ο κ. Κεφαλογιάννης σπεύδει να τις διαψεύσει, ισχυριζόμενος πως τα προγράμματα προώθησης της κατανάλωσης που χρηματοδοτεί η ΕΕ αποτελούν ό,τι καλύτερο συμβαίνει στα ελληνικά δεδομένα. Με αυτούς τους πόρους χρηματοδοτούνται οι μόνες δράσεις που πραγματοποιούνται από τους Έλληνες τυποποιητές/μεταποιητές/εξαγωγείς. Οι αριθμοί, τα ποσά σε ευρώ, μπορεί να φαίνονται μεγάλα, αλλά χωρίς αυτά τα προγράμματα, συνεχίζει ο ίδιος, η απόσταση από τους ανταγωνιστές μας –Ιταλούς, Ισπανούς, που διαθέτουν πολύ μεγαλύτερα οικονομικά μέσα– θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη κι ίσως και να μην ήμασταν καν παρόντες στις διεθνείς αγορές.

Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει πεδίο για το επιχειρείν, αρκεί κάποιος να είναι προετοιμασμένος για τις δυσκολίες που θα συναντήσει. Απαιτούνται βαθύτερες γνώσεις, που δεν αποκτούνται σε ακριβοπληρωμένα σεμινάρια λίγων ημερών. Επίσης, στον ανταγωνισμό της διεθνούς αγοράς, πρέπει κανείς να διαθέτει μία ελάχιστη κρίσιμη μάζα (ποσότητα) προϊόντος, σε όσο το δυνατόν πιο σταθερά υψηλή ποιότητα. Σε αυτές τις πολλαπλές προκλήσεις, μία απάντηση μπορεί να προέλθει από τη συνένωση δυνάμεων για τη δημιουργία ευρύτερων και ανθεκτικότερων επιχειρηματικών σχημάτων.