Ο κορωνοϊός «τρελαίνει» τις τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων

Εν μέσω κλίματος πανικού για την οικονομία, οι παραγωγοί καλούνται να κάνουν κρίσιμες καλλιεργητικές επιλογές

Καθώς ο πλανήτης παλεύει να αναχαιτίσει την εξάπλωση του κορωνοϊού, οι συνέπειες της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα γίνονται ολοένα και πιο αισθητές. Από τη στιγμή που ο Covid-19 βγήκε από τα σύνορα της Κίνας και κατέστη σαφές ότι αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα δίχως άμεσα ορατή λύση, οι αγορές έχουν κυριευθεί από πανικό, ενώ οι προβλέψεις διεθνών οίκων και αναλυτών μέρα με τη μέρα μοιάζουν πιο ζοφερές.

Ενδεικτικά, στις τελευταίες εκτιμήσεις της για την παγκόσμια ανάπτυξη, η Standard & Poor μιλάει για ρυθμό μόλις 0,4% φέτος, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από την εποχή της μεγάλης ύφεσης του 1982, ενώ η Citigroup, επικαλούμενη την υποχώρηση του δείκτη προμηθειών (PMI) της Markit στα επίπεδα του 2009, προειδοποιεί για πρωτοφανή πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και του ΑΕΠ της Ευρωζώνης στο δεύτερο τρίμηνο του 2020.

Στα καθ’ ημάς, η πτώση του δείκτη PMI στις 42,5 μονάδες τον Μάρτιο αποτυπώνει μια επιβράδυνση της ελληνικής μεταποίησης με ρυθμούς που είχαν να καταγραφούν από τον Ιούλιο του 2015, την ώρα που στην καθιερωμένη μηνιαία Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ η βουτιά του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις -16,5 μονάδες από -4,5 μονάδες τον Φεβρουάριο αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη διαχρονικά μείωση μεταξύ δύο διαδοχικών μηνών.

Τι πληρώνει το βαμβάκι

Το γενικευμένο κλίμα απαισιοδοξίας δεν αφήνει ανεπηρέαστα ούτε τα αγροτικά εμπορεύματα, καθώς βάζει προσώρας σε δεύτερο πλάνο τα θεμελιώδη της προσφοράς και της ζήτησης βάσει των οποίων κινείται συνήθως η αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ το βαμβάκι, οι χρηματιστηριακές τιμές του οποίου υποχώρησαν μέσα σε μερικές εβδομάδες πάνω από 20%, φτάνοντας, όπως έγραψε στο προηγούμενο φύλλο η «ΥΧ», στα επίπεδα των 50 σεντς/λίμπρα.

Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλα αγροτικά προϊόντα, το βαμβάκι δεν συνδέεται με μια βασική ανθρώπινη ανάγκη (όπως η διατροφή) το καθιστά ευάλωτο στα σενάρια επιβράδυνσης ή ακόμα και ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας. Γι’ αυτό και το τελευταίο διάστημα η πορεία των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης είναι ουσιαστικά παράλληλη με εκείνη των μετοχών και, πιο συγκεκριμένα, χρηματιστηριακών δεικτών, όπως ο Dow Jones ή ο S&P 500.

Aξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι παρά το ισχυρό πλήγμα που έχουν δεχτεί οι τιμές από τα μέσα Φεβρουαρίου και μετά, στα τελευταία στοιχεία του USDA για τις προθέσεις καλλιέργειας στις ΗΠΑ ενόψει της νέας σεζόν, η μείωση των εκτάσεων δεν ξεπερνά τα 405.000 στρέμματα, τη στιγμή που η αγορά ανέμενε μεγαλύτερη.

Ρεκόρ οκταετίας στο καλαμπόκι βλέπει το USDA

Το καλαμπόκι ήταν, επίσης, ένα προϊόν που δέχτηκε ισχυρές πιέσεις από την κρίση του κορωνοϊού, κυρίως, λόγω της σύνδεσής του με την αιθανόλη, η οποία, όπως και τα υπόλοιπα ενεργειακά εμπορεύματα (π.χ. το πετρέλαιο που κατρακύλησε σε πολυετή χαμηλά), επηρεάζεται άμεσα από τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Έτσι, οι χρηματιστηριακές τιμές του έφτασαν κάποια στιγμή στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριάμισι χρόνων. Κι εδώ, ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του USDA, οι Αμερικανοί αγρότες όχι μόνο δεν σκοπεύουν να μειώσουν τις εκτάσεις που θα καλλιεργήσουν την επόμενη χρονιά, αλλά αντίθετα προτίθενται… να τις αυξήσουν. Ειδικότερα, το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας προβλέπει ότι το 2020 τα στρέμματα με καλαμπόκι στη χώρα θα ξεπεράσουν τα 392 εκατ., νούμερο που αντιστοιχεί σε υψηλό οκταετίας.

Μια εξήγηση γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι ότι η μείωση των τιμών των καυσίμων σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες μειώσεις στο κόστος των λιπασμάτων (λόγω της υποχώρησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου) αίφνης καθιστούν το καλαμπόκι μια αρκετά ελκυστική και σχετικά ασφαλή επιλογή στα μάτια πολλών «στριμωγμένων» οικονομικά αγροτών. Συν τοις άλλοις, όπως σχολιάζουν οι αναλυτές, σε μια ούτως ή άλλως δύσκολη συγκυρία, όπως η σημερινή, στην επιλογή καλλιέργειας δεν «βαραίνει» μόνο η τιμή αλλά και… η συνήθεια των παραγωγών, όπως φυσικά και ο διαθέσιμος εξοπλισμός.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
την Παρασκευή 3 Απριλίου 2020