Μικρό καλάθι για τις τιμές του συμπύρηνου ροδάκινου από τη βιομηχανία

«Aκούνε» το αίτημα των αγροτών για αυξήσεις οι μεταποιητές, αλλά «δείχνουν» τις ξένες αλυσίδες

Αντίστροφα για την έναρξη των κοπών του συμπύρηνου ροδάκινου μετρούν πλέον οι αγρότες στα παραγωγικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας, δίχως ωστόσο να υπάρχει σαφής εικόνα για τις τιμές διάθεσης του προϊόντος τους.

Σε αντίθεση με πέρυσι, που είχε προαναγγελθεί μήνες πριν ένα εύρος τιμών από 33 έως 35 λεπτά/κιλό για παράδοση στο εργοστάσιο, φέτος οι βιομηχανίες έχουν αποφύγει να δώσουν οποιοδήποτε στίγμα για την εμπορική τους πολιτική, επιστρέφοντας ουσιαστικά στην πεπατημένη των προηγούμενων ετών. To γεγονός αυτό εύλογα εντείνει τη νευρικότητα των παραγωγών που, συν τοις άλλοις, έχουν διαρκώς το βλέμμα… στραμμένο στον ουρανό, ελπίζοντας ότι ο καιρός δεν τους επιφυλάσσει νέες δυσάρεστες εκπλήξεις στις τελευταίες στροφές της καλλιεργητικής σεζόν.

Ξεκάθαρη, ωστόσο, είναι η θέση τους ότι οι τιμές του συμπύρηνου θα πρέπει να αναβαθμιστούν, προκειμένου να καλυφθούν τα –ακόμα πιο– αυξημένα φέτος καλλιεργητικά έξοδα, αλλά και οι απώλειες από τους μειωμένους, όπως όλα δείχνουν, όγκους που πρόκειται να συγκομισθούν.

Το αίτημα αυτό φαίνεται να συμμερίζεται εν μέρει και η βιομηχανία, η οποία, ωστόσο, την ίδια στιγμή, επικαλείται την πίεση που δέχεται από τους αγοραστές για μειώσεις στην τιμή πώλησης της κομπόστας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), Κώστα Αποστόλου, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο τέλος Ιουνίου, δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής καμία εμπορική πράξη μεταξύ των μεταποιητών και των ξένων πελατών τους.

«Υπάρχει μια πίεση για μείωση των τιμών, κάτι που σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση δεν είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε. Τουναντίον, θα προσπαθήσουμε μέσα από τις διαπραγματεύσεις να κερδίσουμε μια μικρή έστω αύξηση, προκειμένου να αντισταθμίσουμε τα ανεβασμένα, για άλλη μια χρονιά, κοστολόγιά μας», δηλώνει στην «ΥΧ».

Όπως εξηγεί, «η τιμή παραγωγού είναι μια μεταβλητή, όχι όμως η μοναδική ούτε η πιο σημαντική στο συνολικό μας κόστος. Για παράδειγμα, οι τιμές των κουτιών είναι αυξημένες 8%-10% σε σχέση με πέρυσι που ήταν ήδη πολύ υψηλές, η ζάχαρη έχει φτάσει στα 1.000-1.100 ευρώ/τόνο, ενώ και τα εργατικά είναι φέτος ακριβότερα».

Δύο φορές πάνω στο ράφι

Ο ίδιος, πάντως, δεν είναι σίγουρος ότι η γραμμή των επιχειρήσεων θα «περάσει» εντέλει στους αγοραστές. Το μεγάλο πρόβλημα, όπως εξηγεί, είναι το τεράστιο χάσμα μεταξύ της τιμής με την οποία φεύγει η κομπόστα από τα εργοστάσια και εκείνης που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής. «Ενδεικτικά, μια μέση εξαγωγική τιμή για το μονόκιλο είναι 1,15-1,20 ευρώ ex factory και στο ράφι μιας γερμανικής, για παράδειγμα, αλυσίδας φτάνει να πωλείται από 2,19 έως 2,79 ευρώ, δηλαδή έως και υπερδιπλάσια. Η διαφορά αυτή σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται από τα ενδιάμεσα κόστη (μεταφορικά, logistics)», υπογραμμίζει.

Κατά τη γνώμη του, η εξήγηση βρίσκεται στον «πληθωρισμό των κερδών», τη σπουδή δηλαδή των σούπερ μάρκετ να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. «Είναι μια κατάσταση εξοργιστική, η οποία συνιστά πανευρωπαϊκό πρόβλημα και δεν αφορά μόνο τον κλάδο μας, αλλά ολόκληρο το φάσμα της αγροδιατροφής», τονίζει ο κ. Αποστόλου, συμπληρώνοντας ότι «τη βλέπουμε να ξεδιπλώνεται τα τελευταία 2-2,5 χρόνια, αλλά το τελευταίο διάστημα έχει κορυφωθεί. Παλαιότερα, η κομπόστα έφευγε από εμάς 70 λεπτά και έφτανε στο ράφι 99 λεπτά. Δυστυχώς, οι αλυσίδες δρουν ανεξέλεγκτα και αυτή η συμπεριφορά τους πλήττει ολόκληρη την αλυσίδα αξίας του προϊόντος, από τον παραγωγό μέχρι τη βιομηχανία».

Λιγότερη φέτος η πρώτη ύλη

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΕ, η παραγωγή φέτος προδιαγράφεται μειωμένη σε ένα ποσοστό 15%-20%: «Αναμένουμε περί τους 350.000-400.000 τόνους, πάντα με τις σημερινές συνθήκες και με την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουμε άλλες καταστροφές». Παράλληλα, εκτιμά ότι, λόγω των ιδιόμορφων καιρικών συνθηκών, ένα μέρος τουλάχιστον της παραγωγής θα εμφανίσει ποιοτικά προβλήματα.

«Παρά το γεγονός ότι οι αγρότες εξαντλούν τις φροντίδες τους για την υποστήριξη του προϊόντος, περιμένουμε ότι θα έχουμε αρκετά ζητήματα, όπως σπασμένα κουκούτσια, κούφια ροδάκινα κ.λπ. Από την άλλη, οι μειωμένες ποσότητες έχουν βοηθήσει στο αραίωμα και πιστεύουμε ότι θα βοηθήσουν, επίσης, τη μορφή και το μέγεθος του φρούτου», επισημαίνει.

Οι κοπές αναμένεται να ξεκινήσουν το επόμενο δεκαήμερο, με τις πρώιμες ποικιλίες Ρομέο και Κατερίνα να ανοίγουν την αυλαία. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του Αγροτικού Συλλόγου Γεωργών Βέροιας, Γιάννη Βράνα, το μείζον ζήτημα αυτήν τη στιγμή σε ό,τι αφορά την παραγωγή είναι η ακαρπία. «Κάποιες ποικιλίες δεν έχουν ούτε τη μισή παραγωγή πάνω στα δέντρα», λέει χαρακτηριστικά. «Ενδεχομένως, οι χαμηλές θερμοκρασίες του Μαρτίου και οι βροχοπτώσεις του Απριλίου να έπαιξαν τον ρόλο τους. Πρέπει να βρεθεί μια λύση και για τον παραγωγό και για τη βιομηχανία που προφανώς θέλει προϊόν για να καλύψει τις ανάγκες της», προσθέτει.

Δεν βλέπει, ωστόσο, για την ώρα ιδιαίτερα ποιοτικά ελαττώματα. «Οι φροντίδες γίνονται και με το παραπάνω, ο κόσμος έχει κάνει επαναλαμβανόμενους ψεκασμούς για να προλάβει προσβολές από μύκητες, ενώ και τα αραιώματα έγιναν σωστά. Αν έχουμε βροχές πάνω στην ωρίμανση ίσως η εικόνα να αλλάξει, για την ώρα ωστόσο θεωρώ ότι είμαστε καλά ποιοτικά», σημειώνει. Ο κ. Βράνας υπογραμμίζει ότι το κόστος για τους παραγωγούς ήταν φέτος αυξημένο κατά τουλάχιστον 20%, επομένως θα πρέπει να υπάρχει και η αντίστοιχη αναπροσαρμογή των τιμών.

Το ίδιο εκτιμά και ο παραγωγός Θωμάς Μπάζης από τη Μέση Ημαθίας, λέγοντας ότι «είναι προφανές ότι πρέπει να ανέβει η τιμή γιατί, με τα σημερινά δεδομένα, εγώ θα είμαι ευχαριστημένος αν καταφέρω να βγάλω τα κόστη μου».Όπως σημειώνει, διαφαίνεται σημαντική μείωση της παραγωγής, ιδίως στη βασική ποικιλία Άνδρος που «ίσως βρισκόμαστε και κάτω από το 50%», ενώ πιο ενθαρρυντική είναι η εικόνα στην Κατερίνα.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023