Ο εξορθολογισμός της λίπανσης και της αγοράς λιπασμάτων

Όπως ανακοίνωσε ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων, ΣΠΕΛ, πριν από λίγες μέρες, η κατανάλωση λιπασμάτων συνεχίζει τη φθίνουσα πορεία της.

Η μακροχρόνια λίπανση του αγρού κάτω από τις πραγματικές του ανάγκες μπορεί να μειώσει την παραγωγικότητα μίας αγροτικής εκμετάλλευσης. Αυτή η φαινομενικά «αυτοκαταστροφική» στάση του γεωργού χρήζει μια τεκμηριωμένη αιτιολόγηση και αντιμετώπιση.

Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας της ΕΕ για τη λίπανση, η μεγαλύτερη επιχείρηση του κλάδου, YARA, παρουσίασε την εξέλιξη της λίπανσης σιτηρών για τα τελευταία 50 χρόνια περίπου (βλ. διάγραμμα).

Τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας της ΚΑΠ, η χρήση όλων των τύπων λιπασμάτων αυξήθηκε με ταχύτατους ρυθμούς. Με τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς και την απόσυρση της δημόσιας παρέμβασης και στήριξης πολλών εισροών, η ευρωπαϊκή λιπασματοβιομηχανία πέρασε σε κρίση. Σε αυτό συνέβαλαν και τα φιλοπεριβαλλοντικά μέτρα, όπως η Κοινοτική Οδηγία για τη Νιτρορύπανση.

Έκτοτε, η χρήση λιπασμάτων μειώνεται, ειδικά στις 15 χώρες-μέλη. Μάλιστα, σε κάποιες από αυτές, η μείωση την τελευταία δεκαετία είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ελληνική.

Αιτίες της μείωσης

Σε μία περίοδο φθίνουσας πορείας των αγροτικών εισοδημάτων, κρίσης και χρηματοπιστωτικής ρευστότητας, η εξέλιξη τιμών των λιπασμάτων έχει καθοριστική σημασία. Την περασμένη δεκαετία, οι διεθνείς τιμές αυξήθηκαν έντονα τη διετία 2008-2009 λόγω της παγκόσμιας κρίσης εμπορευμάτων και έκτοτε μειώθηκαν στα επίπεδα του 2007 ή κάτω από αυτά. Αντίθετα, στην Ελλάδα, οι τιμές ουδέποτε επανήλθαν στα προ κρίσης επίπεδα. Έτσι, το 2016, για παράδειγμα, η μέση τιμή λιπάσματος, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ήταν 42% υψηλότερη από την αντίστοιχη του 2007.

Οι τιμές εισροών στην Ελλάδα, ενώ προσαρμόζονται άμεσα στις όποιες διεθνείς αυξήσεις, καθυστερούν να μειωθούν, όταν τα διεθνή δεδομένα το επιβάλλουν. Επιπλέον, συχνά αυτές αυξάνονται, μετά από μία καλή εισοδηματική χρονιά.

Αυτή η αυθαίρετη επιχειρηματική λειτουργία πρέπει σίγουρα να συνδεθεί με τη δομή της αγοράς. Αρκετές από τις πρώτες ύλες που εισάγονται για την παρασκευή τους επιβαρύνονται με δασμούς εισαγωγής ή μέτρα αντι-ντάμπιγκ. Αυτή η προστασία που παρέχεται στην ευρωπαϊκή λιπασματοβιομηχανία διατηρεί τις τιμές παραγωγού σε υψηλότερα επίπεδα και υπολογίζεται ότι επιβαρύνει τον αγρότη κατά 1 δισ. ευρώ.

Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η δομή της αγοράς. Η εθνική οργάνωση των Ιρλανδών αγροτών IFA, για παράδειγμα, την προηγούμενη εβδομάδα, παρουσίασε στοιχεία για επτά αυξήσεις τιμών από τον περασμένο Ιούνιο. Σε αυτά τα στοιχεία στηρίχθηκε, επίσης, ο Ιρλανδός υπουργός στο περασμένο συμβούλιο για να καλέσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει τη λειτουργία του ανταγωνισμού και τις επιπτώσεις της συγκέντρωσης και της δύναμης που κατέχουν οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου, κάτι που μάλλον θα συμβεί σύντομα.

Ένας άλλος παράγοντας που εξηγεί τη μείωση της κατανάλωσης λιπασμάτων είναι ο εξορθολογισμός. Όπως απεικονίζεται και στο σχετικό διάγραμμα, για παράδειγμα, οι στρεμματικές αποδόσεις σιτηρών συνεχίζουν να αυξάνονται και μετά τη μεγάλη μείωση της χρήσης λιπασμάτων από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η εξέλιξη αυτή, βέβαια, συχνά χρησιμοποιείται από τους άλλους κλάδους των εισροών για να τεκμηριωθεί η άποψη ότι σε εκείνους οφείλονται οι υψηλές στρεμματικές αποδόσεις, παρά στα λιπάσματα.

Ο εξορθολογισμός της λίπανσης  και της αγοράς λιπασμάτων

Ωστόσο, στον πυρήνα της Γεωργίας Ακριβείας, που εφαρμόζουν και μεγάλες εταιρείες λιπασμάτων, βρίσκεται και η μείωση της λίπανσης. Το σύστημα διαφοροποιημένης λίπανσης Ν-Sensor, για παράδειγμα, με την προσθήκη κατάλληλου εξοπλισμού στο τρακτέρ και στα παρελκόμενα, καταγράφει αυξήσεις των στρεμματικών αποδόσεων κατά 3,5% έως 4%, μειώσεις της χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων κατά 14%, καθώς και άλλα οφέλη.

Ολοκληρωμένες εφαρμογές Ευφυούς Γεωργίας οδηγούν σε μεγαλύτερα οφέλη. Ο συνδυασμός κατάλληλων μετρήσεων, εδαφολογικής ανάλυσης και εφαρμογής επιστημονικού μοντέλου ορθολογικής λίπανσης, που εφαρμόστηκε από τη Neuropublic σε καλλιέργειες φασολιών στις Πρέσπες, για παράδειγμα, είχε ως αποτέλεσμα μέσες μειώσεις δαπανών λίπανσης έως 40 ευρώ το στρέμμα, συνοδευόμενες από σημαντικές βελτιώσεις παραγωγικότητας.

Ανάγκη εξυγίανσης

Στην πρόσφατη παρουσία τους στο ευρωπαϊκό αγροτικό συνέδριο της Αθήνας, ο επίτροπος Γεωργίας, Φιλ Χόγκαν, και ο πρόεδρος της COGECA σχολίασαν με δεικτικό τρόπο τα όσα συμβαίνουν στην ελληνική αγορά λιπασμάτων. Ο πρώτος ανέφερε ότι οι όροι λειτουργίας της είναι ιδιαίτερα προβληματικοί. Ο δεύτερος ότι όσο δεν υπάρχει ισχυρή παρέμβαση των οργανώσεων των αγροτών, το πρόβλημα θα διαιωνίζεται.

Ένα πρώτο βήμα ανάδειξης των παραπάνω στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι οι διατομεακές συνεργασίες της αγροδιατροφικής αλυσίδας. Σε κεντρικό επίπεδο, αυτό υλοποιείται με τη λειτουργία της δομής AFCC, όπου συμμετέχουν οι αγροτικοί εκπρόσωποι COPA-COGECA, καθώς και οι ευρωπαϊκοί σύνδεσμοι της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, σπόρων, κτηνιατρικών φαρμάκων και εξοπλισμού.

Μέσα από αυτό το βήμα, εμπεδώνεται η αντίληψη ότι η «εξαΰλωση» του αγρότη, από την πίεση όσων διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής ή απορροφούν την παραγωγή του, αφορά και απειλεί την ύπαρξη και όλων των άλλων κλάδων και επαγγελμάτων.

Μέσα από τέτοιες διαδικασίες θα προσδιοριστεί και η βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς, του ανταγωνισμού, η διαφάνεια. Επιπλέον, θα απαντηθούν ερωτήματα, όπως υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να λειτουργούν βιώσιμα τα καταστήματα αγροτικών εφοδίων, που συχνά είναι ιδιαίτερα μικρού κύκλου εργασιών και κατακερματισμένα.

Τέλος, θα αναδειχθεί ο εξορθολογισμός των παραγωγικών πρακτικών και η ενσωμάτωση της γνώσης και της νέας τεχνολογίας, η απουσία των οποίων κρατά την Ελλάδα στις χαμηλότερες θέσεις παραγωγικότητας της Ευρώπης. Διότι, όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, οι αλλαγές αυτές δεν προωθούνται από τα μέσα μικρής απήχησης απέναντι σε ένα δύσπιστο κοινό, αλλά μέσω ενός διαλόγου που αποπνέει ειλικρίνεια.

Καταλυτική, βέβαια, είναι η σπουδαιότητα της δραστηριοποίησης των ίδιων των αγροτών. Οι επιπτώσεις της ανεπάρκειας της ΠΑΣΕΓΕΣ, για παράδειγμα, δεν είναι πουθενά αλλού τόσο ολέθριες όσο στη διακίνηση των εφοδίων, θέμα για το οποίο θα επανέλθουμε.