Πάνω από το 62% των ψαριών που καταναλώνονται στην ΕΕ εισάγεται

Μείωση της ευρωπαϊκής κατά κεφαλήν κατανάλωσης αλιευμάτων το 2017 κατέγραψαν οι ευρωπαϊκές οργανώσεις των εμπόρων και των μεταποιητών του κλάδου στην πρόσφατη ετήσια μελέτη τους για τα ψάρια με πτερύγια. Την ίδια στιγμή, επαληθεύτηκε για άλλη μια χρονιά ο υψηλός βαθμός εξάρτησης των χωρών της ΕΕ από εισαγωγές προερχόμενες από τρίτες χώρες, που διαμορφώθηκε στο 62%. Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, παραμένει σταθερά υψηλότερο, στο 88,9%, όσον αφορά τα λευκά αλιεύματα ειδών ανοιχτής θαλάσσης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας:

  1. Η συνολική προσφορά αυξήθηκε ελαφρώς κατά 0,1% σε 14,8 εκατ. τόνους, η οποία κινείται σε επίπεδα κατά 2,6% υψηλότερα από τον μέσο όρο που διαμορφώνεται από το 2006 και μετά. Η ποσότητα αυτή αναλύεται σε:
  • 5,35 εκατ. τόνους ευρωπαϊκά αλιεύματα, από τα οποία αφαιρώντας 1,1 εκατ. τόνους για μη απευθείας χρήση για διατροφή μένουν καθαρά 4,3 εκατ. τόνοι για ανθρώπινη κατανάλωση, ελαφρώς αυξημένη σε σχέση με το 2016.
  • 1,3 εκατ. τόνους προερχόμενους από ιχθυοκαλλιέργειες, ποσότητα η οποία αποτελεί μια πολύ μικρή σταδιακή ανάπτυξη με τάση που διατηρεί τους μέτριους ρυθμούς της.
  • Συνεπώς, η καθαρή προσφορά από τις χώρες της ΕΕ για ανθρώπινη κατανάλωση υπολογίζεται σε 5,6 εκατ. τόνους, αυξημένη κατά 1,5%.
  1. Οι εξαγωγές της ΕΕ αυξήθηκαν κατά 6,9%, σε 2,1 εκατ. τόνους.
  2. Οι εισαγωγές ανήλθαν σε 9,2 εκατ. τόνους, μειωμένες μόλις κατά 0,7% το 2017, ήτοι κατά 66.000 τόνους. Αποτελούν το 62% της κατανάλωσης, αλλά εάν αφαιρεθούν οι ποσότητες που εξάγονται, τότε το ποσοστό της κατανάλωσης που καλύπτουν οι εισαγωγές εκτινάσσεται στο 72,4%.
  3. Συνεπώς, συνυπολογίζοντας την κατανάλωση που προέρχεται από την εγχώρια προσφορά αλιευμάτων από την αλιεία και τις ιχθυοκαλλιέργειες (3,5 εκατ. τόνοι, εξαιρουμένων των εξαγωγών) και από τις εισαγωγές (9,2 εκατ. τόνοι), η κατανάλωση ψαριών στην ΕΕ μειώθηκε ελαφρώς το 2017 σε 12,7 εκατ. τόνους (-0,9%).

Μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως τα τρία ταχύτερα καταναλώσιμα είδη (εκτός των λευκών ψαριών) στην ΕΕ εξακολουθούν να είναι ο τόνος, ο σολομός και ο μπακαλιάρος. Ο τόνος αυξήθηκε το 2017 κατά 8,7% σε 1,5 εκατ. τόνους, ενώ μικρότερο ποσοστό αύξησης στην κατανάλωση «είδε» ο σολομός, κατά 2%, φτάνοντας το 1,4 εκατ. τόνους. Την ίδια στιγμή, τα μικρότερα πελαγίσια ψάρια που ομαδοποιούνται στη ρέγγα, στο σκουμπρί και στη μικρή ρέγγα, αποτελούν σημαντικά είδη για το σύμπλεγμα των αλιευμάτων της ΕΕ και συνιστούν το μεγαλύτερο μερίδιο φορτίων που υπάγονται σε είδη υπό ποσόστωση και αλιεύονται σε ύδατα της ΕΕ. Τέλος, τα οστρακοειδή και τα κεφαλόποδα είναι ακόμη δύο  κατηγορίες που δίνουν σημαντικές ποσότητες αθροιστικά. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται πολλά είδη, τα περισσότερα από τα οποία είναι απολύτως εξαρτώμενα από εισαγωγές.

Μειωμένοι ή μηδενικοί δασμοί σε εισαγωγές αλιευμάτων για  δύο χρόνια ακόμα

Για το 2019 και το 2020 η ευρωπαϊκή βιομηχανία μεταποίησης ιχθύων θα εξακολουθήσει να εισάγει πρώτη ύλη για περαιτέρω επεξεργασία από χώρες εκτός της ΕΕ με μειωμένους ή μηδενικούς δασμούς. Αυτό αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υιοθετώντας τον κανονισμό που θέτει σε εφαρμογή τα ανεξάρτητα ποσοστά δασμών (Autonomous EU Tariff Quotas-ATQs) για συγκεκριμένα είδη αλιείας, που θα ισχύσει για τα επόμενα δύο χρόνια, και εισάγει κανόνες για τη διαχείριση αυτών των ποσοστών. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι την αρμοδιότητα για τη διαχείριση των ποσοστών των εισαγωγών για κάθε είδος που αφορά ο κανονισμός έχουν η Επιτροπή και τα κράτη-μέλη, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα διαχείρισης ποσοστών δασμών, το οποίο στηρίζεται στην αρχή «first-come-first served». Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει πως τους χαμηλούς ή μηδενικούς δασμούς που προβλέπονται τους απολαμβάνει όποια χώρα (ή εταιρεία/-ες) εισάγει πρώτη τις ποσότητες για τις οποίες ισχύουν.

Σύμφωνα με την Αυστριακή πρόεδρο του Συμβουλίου, Elisabeth Kostinger, «ο στόχος αυτών των ανεξάρτητων ποσοστών είναι να προμηθευτεί η ευρωπαϊκή μεταποίηση την πρώτη ύλη, με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητά της, χωρίς να πληγούν οι προμηθευτές της ΕΕ».

Στο σκεπτικό του κανονισμού αναφέρεται πως για περισσότερο από δύο δεκαετίες τώρα, η εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές από τρίτες χώρες αυξάνεται διαρκώς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ζήτηση για αλιεύματα και είδη ιχθυοκαλλιέργειας. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτά τα προϊόντα είτε δεν παράγονται στην ΕΕ, είτε οι παραγόμενες ποσότητες δεν επαρκούν για τη μεγαλύτερη, σε όρους αξίας, αγορά στον κόσμο.

Επισημαίνεται ότι ο κανονισμός καλύπτει συγκεκριμένο αριθμό ειδών αλιείας και για συγκεκριμένες ποσότητες από αυτά προβλέπεται αναστολή ή μείωση εισαγωγικών δασμών. Οι δασμοί και οι ποσότητες που αυτοί αφορούν εξειδικεύονται για κάθε είδος. Ακόμη, τα ποσοστά των δασμών αφορούν μόνο εκείνα τα προϊόντα που εισάγονται για περαιτέρω επεξεργασία στην ΕΕ.