Πόλεμος συμφερόντων γύρω από τα τρανς λιπαρά

Η ΕΕ αγνοεί τις συστάσεις του ΠΟΥ, ενώ οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν στο σκοτάδι  

Πόλεμος συμφερόντων γύρω από τα τρανς λιπαρά

Τα σοβαρά ερωτήματα που εγείρονται, για ακόμη μία φορά, σχετικά με την επικινδυνότητα ή όχι των διαβόητων τρανς λιπαρών, έρχονται και πάλι στην επικαιρότητα, μετά την υπόσχεση από έντεκα εκ των μεγαλύτερων βιομηχανιών τροφίμων στον κόσμο να τα εξαλείψουν, μέσα στην επόμενη διετία, από τα προϊόντα τους.

Και μπορεί η κίνηση αυτή –ακόμη και αν πρόκειται για επικοινωνιακό τερτίπι– να αποτελεί νίκη των καταναλωτικών οργανώσεων, όμως καταδεικνύει και τη μεγάλη απόσταση που πρέπει να διανυθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις και ιδίως από την ΕΕ στο σοβαρότατο αυτό ζήτημα.

Οι Coca-Cola, Ferrero, General Mills, Grupo Bimbo, Kellogg, Mars, McDonald’s, Mondelez International, Nestle, PepsiCo και Unilever –κολοσσοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν ισχυρή παρουσία και στη χώρα μας– ανακοίνωσαν πριν από λίγες μέρες ότι… κηρύττουν πόλεμο στα «ένοχα» για χιλιάδες καρδιαγγειακές παθήσεις λιπαρά. Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που οι εν λόγω εταιρείες, μέλη της International Food and Beverage Alliance, αναλαμβάνουν –ενδεχομένως και με τις ευλογίες των τμημάτων μάρκετινγκ που διαθέτουν– μια τέτοια δέσμευση. Πριν από οκτώ χρόνια, οι ίδιες είχαν δεσμευτεί ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) να λάβουν μέτρα για την παραγωγή πιο υγιεινών τροφίμων, δεδομένου ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας και των ασθενειών που συνδέονται με τη διατροφή έχουν αυξηθεί ανησυχητικά.

Κατά κύριο λόγο είναι η έλλειψη βούλησης των κρατών να αναλάβουν αποφασιστική δράση για την προστασία της υγείας των πολιτών τους, που επιτρέπει σε τέτοιες κινήσεις να εμφανίζονται ως «πρωτοποριακές» ή «επαναστατικές». Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα που ο ΠΟΥ συστήνει η πρόσληψη τρανς λιπαρών να μην ξεπερνάει το 1% των συνολικών θερμίδων που καταναλώνονται ημερησίως, η ΕΕ στη δική της οδηγία έχει ορίσει ως ανώτατο πλαφόν το 2% (δηλαδή, διπλάσιο). Ακόμα χειρότερα, η κοινοτική νομοθεσία δεν καθιστά υποχρεωτική τη δήλωση των τρανς λιπαρών στην επισήμανση των τροφίμων.

Όσον αφορά τη χώρα μας, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της «ΥΧ», το –συνιστώμενο από την ΕΕ– όριο του 2% εφαρμόζεται μόνο στα προϊόντα που διατίθενται στα σχολικά κυλικεία. Κατά τ’ άλλα, οι Έλληνες καταναλωτές συνεχίζουν να βρίσκονται στο σκοτάδι…

Χωρίς ενημέρωση οι καταναλωτές

Μελέτη του ΕΦΕΤ σε εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, αναφορικά με τις γνώσεις των καταναλωτών για τα τρανς λιπαρά οξέα, επιβεβαιώνει το γεγονός πως μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού έχει άγνοια για μία από τις βασικές πηγές λιπαρών που βλάπτουν πολύ σοβαρά την υγεία.

Μόνο το 28,8% δήλωσε ότι έχει ακούσει τον όρο τρανς λιπαρά, ποσοστό αρκετά χαμηλό σε σύγκριση με το ποσοστό αυτών που έχουν ακούσει τα άλλα είδη λιπαρών οξέων, όπως τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (80,1%), τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (77,1%), τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (77,6%) και τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (76,3%). Περισσότεροι άντρες συγκριτικά με γυναίκες δήλωσαν ότι δεν έχουν ακούσει ποτέ τον όρο «τρανς λιπαρά». Επίσης, μεταξύ εκείνων που έχουν ακούσει τον όρο μόνο το 50,6% πιστεύει ότι η μείωση των τρανς λιπαρών είναι «πολύ σημαντική».

Το 36,9% ανέφερε ότι η μείωση των λιπαρών αυτών είναι «αρκετά σημαντική», ενώ το 2,4% θεωρεί ότι η μείωση των λιπαρών αυτών δεν είναι καθόλου σημαντική, μιας και υπάρχουν άλλα πιο σημαντικά θέματα διατροφής. Επίσης, ο ένας στους δέκα ανέφερε ότι δεν γνωρίζει εάν η μείωση των τρανς λιπαρών είναι σημαντική, διότι δεν γνωρίζει τις επιπτώσεις των τρανς λιπαρών στην υγεία. Ωστόσο, είτε θεωρούν τη μείωση των τρανς λιπαρών σημαντική είτε όχι, η συντριπτική πλειονότητα (95,8%) μεταξύ αυτών που έχουν ακούσει τον όρο τρανς λιπαρά δηλώνει ότι προτιμά την υποχρεωτική επισήμανση των τρανς λιπαρών σε όλα τα επεξεργασμένα τρόφιμα που περιέχουν λιπαρές ύλες.

Η νομοθεσία στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει συστήσει εδώ και μία δεκαετία η πρόσληψη τρανς λιπαρών να είναι μικρότερη από το 1% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης (WHO, 2004, Uauy et al., 2009). Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο χαλαρή στις συστάσεις της, αφού προτείνει η πρόσληψη τρανς λιπαρών να είναι μικρότερη από το 2% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης EURODIET, 2000 (Ferro-Luzi et al., 2001).

Ωστόσο, η Ελλάδα, παρά τις συστάσεις, δεν έχει μέχρι στιγμής νομοθετημένα ανώτατα όρια περιεκτικότητας τρανς λιπαρών στα τρόφιμα. Σύμφωνα με την εθνική μας νομοθεσία, μας πληροφορούν εκπρόσωποι της διεύθυνση διατροφικής πολιτικής και ερευνών του ΕΦΕΤ, «υπάρχει αυστηρό ανώτατο όριο περιεκτικότητας τρανς λιπαρών οξέων σε προϊόντα που διατίθενται στα σχολικά κυλικεία. Ειδικότερα, τα απλά αρτοσκευάσματα, καθώς και τα διάφορα αρτοσκευάσματα που διατίθενται από τα σχολικά κυλικεία δεν επιτρέπεται να έχουν πάνω από 0,1% τρανς λιπαρά, ενώ για τα μπισκότα, η περιεκτικότητά τους σε τρανς λιπαρά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 2% των ολικών λιπιδίων. Τέλος, η λιπαρή ύλη για τη ζύμη-φύλλο που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυρόπιτας και πίτας λαχανικών, που διατίθενται στα σχολικά κυλικεία, δεν θα πρέπει να έχει πάνω από 0,1% τρανς λιπαρά».

Η γενική γραμματέας του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών, Κεκελέκη Ευαγγελία, αναφέρει πως για το πρόβλημα είναι υπεύθυνη και η Ευρώπη «αφού θα πρέπει να φτιάξει νομοθεσία που θα τα απαγορεύσει». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την ενωσιακή νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, δεν επιτρέπεται η δήλωση των τρανς λιπαρών στην επισήμανση των τροφίμων, αναφέρει η διεύθυνση διατροφικής πολιτικής και ερευνών του ΕΦΕΤ.

Ωστόσο, συγκεκριμένες χώρες έχουν λάβει νομοθετικά μέτρα προς όφελος των καταναλωτών. Η Δανία ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη, η οποία, ήδη, από το 2003, έχει θεσπίσει εθνική νομοθεσία με την οποία καθορίζει επακριβώς ανώτατα όρια περιεκτικότητας τρανς λιπαρών στα τρόφιμα. Σύμφωνα με επίσημη έκθεση, τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν πολύ αποτελεσματικά. Συγκεκριμένα, η πρόσληψη τρανς λιπαρών μειώθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες κατά 90% από τότε που υιοθετήθηκε η σχετική νομοθεσία (WHO – press release 2014).

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Δανίας, σε αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες έχουν προβεί η Ελβετία (2008), η Αυστρία (2009), η Ισλανδία (2011), η Ουγγαρία (2013) και η Νορβηγία (2014). Τα νομοθετικά όρια για την Αυστρία και την Ισλανδία ισχύουν και για τα τρόφιμα στην εσωτερική τους αγορά, αλλά και για αυτά που εξάγουν, ενώ στη Δανία, στην Ουγγαρία και στη Νορβηγία τα όρια ισχύουν μόνο για τα τρόφιμα στην εσωτερική τους αγορά, μας πληροφορεί εκπρόσωπος της διεύθυνσης διατροφικής πολιτικής και ερευνών του ΕΦΕΤ. Η κα Κεκελέκη συμπληρώνει πως «η Ελλάδα είναι δύσκολο να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία, καθώς το λόμπι των βιομηχανιών τροφίμων είναι ισχυρό».

Επικροτεί την πρωτοβουλία η ελληνική βιομηχανία

Με την πρόταση για θέσπιση ορίου στα βιομηχανικώς παραγόμενα τρανς λιπαρά συντάσσεται η ελληνική βιομηχανία τροφίμων. Όπως μετέφερε η γενική διευθύντρια του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, (ΣΕΒΤ), Βάσω Παπαδημητρίου, μιλώντας στην «ΥΧ», η Συνομοσπονδία των Βιομηχανιών Τροφίμων & Ποτών της ΕΕ (Food Drink Europe) και ο ΣΕΒΤ ως μέλος της, υποστηρίζουν την εφαρμογή της πρότασης για 2% βιομηχανικώς παραγόμενα trans fatty acids στο συνολικό λίπος ενός προϊόντος που απευθύνεται στον τελικό καταναλωτή.

Κληθείσα να σχολιάσει την πρωτοβουλία των έντεκα πολυεθνικών να δεσμευτούν για τη μείωση της χρήσης τρανς λιπαρών στα προϊόντα τους και να μας μεταφέρει τι ισχύει μέχρι σήμερα με την αναγραφή των εν λόγω λιπαρών, η κα Παπαδημητρίου εξήγησε ότι σήμερα η αναγραφή των τρανς λιπαρών στις ετικέτες των προϊόντων δεν προβλέπεται στον Κανονισμό 1169/2011 για την επισήμανση των τροφίμων. Ωστόσο, όπως πρόσθεσε η γενική διευθύντρια του ΣΕΒΤ, μεταφέροντας τις κινήσεις που γίνονται επί ευρωπαϊκού εδάφους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναλάβει την υποχρέωση να εκπονήσει μία μελέτη για την αναγκαιότητα αναγραφής τους στις ετικέτες των προϊόντων.

Όπως τόνισε η ίδια στην «ΥΧ», η ευρωπαϊκή και μαζί της η ελληνική βιομηχανία τροφίμων βρίσκεται προ της λήψης σημαντικών αποφάσεων για τη διαμόρφωση των κατάλληλων πολιτικών, όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο για τα τρανς λιπαρά. «Βρισκόμαστε στο κέντρο των αποφάσεων και στόχος μας είναι η προώθηση των θέσεών μας, αλλά και η συμμετοχή μας στη διαμόρφωση πολιτικών, που θα ενισχύουν το θεσμικό πλαίσιο και θα συνάδουν με τις βασικές αρχές μας για ποιότητα, ασφάλεια, αλλά και προστασία του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτόν, συνεργαζόμαστε με όλους τους αρμόδιους φορείς, όπως η EFSA», πρόσθεσε η κα Παπαδημητρίου.

Η γενική διευθύντρια του ΣΕΒΤ σχολίασε ότι για τη βιομηχανία των τροφίμων –τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο– η ασφάλεια, η ποιότητα, οι διατροφικές αξίες και η υγιεινή διαβίωση συνιστούν κορυφαίες προτεραιότητες. Με αυτό το σκεπτικό, η εθνική βιομηχανία τροφίμων, ως ένας από τους πλέον παραγωγικούς κλάδους της χώρας, συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις, στηρίζοντας το έργο της σε επιστημονικές έρευνες, αξιόπιστη διαχείριση δεδομένων και αποτελεσματική επικοινωνία εντός του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ, γεγονός που –σύμφωνα με την κα Παπαδημητρίου– ευθυγραμμίζεται ακριβώς με τον στόχο της παραγωγής ασφαλών και ποιοτικών τροφίμων.

Άλλωστε, όπως συμπλήρωσε η ίδια, το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ, Ευάγγελος Καλούσης, είναι μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο της Συνομοσπονδίας των Βιομηχανιών Τροφίμων και Ποτών της ΕΕ αποδεικνύει και το ιδιαίτερο βάρος του κλάδου στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ρεπορτάζ: Βικτωρία Αποστολοπούλου, Νατάσα Φραγκούλη, Γιάννης Τσατσάκης