Η καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών για ζωοτροφές
Με αφορμή την εμφάνιση των διάφορων διατροφικών σκανδάλων και προκειμένου να εξασφαλιστούν ασφαλή και ποιοτικά κτηνοτροφικά προϊόντα για το καταναλωτικό κοινό, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε στην υιοθέτηση νομοθεσίας για την απαγόρευση της χρήσης των πρωτεϊνούχων ζωοτροφών ζωικής προέλευσης στη διατροφή των παραγωγικών ζώων (EC directive 999/2001).
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αυξήθηκε σημαντικά η ανάγκη χρήσης πρωτεϊνούχων ζωοτροφών φυτικής προέλευσης. Έτσι, το σογιάλευρο έγινε πλέον η περισσότερο χρησιμοποιούμενη πρωτεϊνική πηγή φυτικής προέλευσης, κυρίως στα συστήματα της εντατικής κτηνοτροφίας.
Η κτηνοτροφική παραγωγή σε εθνικό, αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη χρήση της εισαγόμενης σόγιας. Σήμερα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι εισαγωγές της σόγιας ξεπερνούν τα 37 εκατομμύρια τόνους και αποτελούν περίπου το 14% της παγκόσμιας παραγωγής, η οποία παράγεται σε περισσότερα από 15 εκατομμύρια εκτάρια καλλιεργήσιμης γης.
Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι η εισαγόμενη σόγια στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι γενετικά τροποποιημένη και αυτό το γεγονός προκαλεί ανησυχίες σε μια σημαντική μερίδα του καταναλωτικού κοινού, ως προς την υγιεινή και την ασφάλεια των κτηνοτροφικών προϊόντων, που προέρχονται από ζώα που διατρέφονται με τη γενετικά τροποποιημένη σόγια.
Έτσι, η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης, που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το σογιάλευρο, έχει οδηγήσει την επιστημονική κοινότητα σε ένα συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για την προώθηση της καλλιέργειας των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών και την αξιοποίηση των σπερμάτων τους, στη διατροφή όλων των παραγωγικών ζώων.
Tα κτηνοτροφικά ψυχανθή
Ο μέσος όρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων με τα κτηνοτροφικά ψυχανθή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δυστυχώς από το 4,7% της καλλιεργήσιμης γης που καταλάμβαναν το 1961, μειώθηκε σήμερα στο 2% περίπου, παρότι οι ανάγκες των παραγωγικών ζώων σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές φυτικής προέλευσης τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν σημαντικά.
Η σημαντική μείωση της καλλιέργειας των κτηνοτροφικών ψυχανθών οφείλεται κυρίως στη μέχρι πρότινος ακολουθούμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που αφορούσε ένα αδύναμο και αναποτελεσματικό καθεστώς οικονομικής στήριξης των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών, σε σύγκριση βέβαια με άλλες αροτραίες καλλιέργειες (βαμβάκι, καπνός, κ.ά.).
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, η καλλιέργεια των κτηνοτροφικών ψυχανθών παρουσιάζει μια μικρή αύξηση (Πίνακας 1), η οποία όμως δεν είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες της εγχώριας κτηνοτροφίας σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές φυτικής προέλευσης.
Η καλλιέργεια των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη χώρα μας (ha)
Είδος καλλιέργειας (για σπέρματα) | 2010 | 2011 | 2012 | 2013 | 2014 |
Ρεβίθια | 3.711⃰ | 3.308⃰ | 4335⃰ | 4.816⃰ | 5.111⃰ |
Κουκιά | 469 | 308 | 246,7 | 441 | 771 |
Λούπινα | 14,6 | 13,2 | 16,36 | 52 | 124 |
Μπιζέλι | 2.924 | 1.827 | 1.719 | 2.390 | 3.399 |
Βίκος | 7.753 | 7.186 | 4.775 | 6.185 | 6.940 |
Ρόβη | 17 | 22 | 29 | 8 | 13,54 |
Πηγή: ΟΠΕΚΕΠΕ- ΟΣΔΕ (2010-2014) *Συνολική καλλιεργούμενη έκταση (για ανθρώπινη κατανάλωση και για ζωοτροφή) |
Η εισαγόμενη σόγια και τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή
Τα τελευταία χρόνια, όπως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και η χώρα μας εστιάζει στην αναζήτηση εναλλακτικών καλλιεργειών της σόγιας, και ως εκ τούτου παρατηρείται μια σταθερή, αλλά ανοδική πορεία παραγωγής σπερμάτων εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών, όπως είναι, για παράδειγμα, τα σπέρματα του κουκιού, του ρεβιθιού, του μπιζελιού, του λούπινου, του λαθουριού, του βίκου και της ρόβης. Οι κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες των χωρών της μεσογειακής λεκάνης ευνοούν την καλλιέργεια των κτηνοτροφικών ψυχανθών, τα οποία εξαιτίας της υψηλής θρεπτικής τους αξίας εύκολα μπορούν να ενσωματωθούν στη διατροφή όλων των παραγωγικών ζώων και έτσι να συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην παραγωγή ασφαλών και ποιοτικών κτηνοτροφικών προϊόντων.
Οι εισαγόμενες πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, όπως το σογιάλευρο, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το υψηλό κόστος παραγωγής των κτηνοτροφικών προϊόντων. Αναμφίβολα, φρένο στις εισαγόμενες πρωτεϊνούχες ζωοτροφές θα μπορούσε να αποτελέσει η προώθηση της καλλιέργειας των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών, έτσι ώστε αφενός να καλυφθούν οι ανάγκες των εκτρεφόμενων ζώων και αφετέρου να υπάρξει ουσιαστική μείωση του κόστους της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων. Σε όλους είναι πλέον γνωστό ότι η χώρα μας είναι τραγικά ελλειμματική σε κτηνοτροφικά προϊόντα και ετησίως δαπανά κοντά στα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την εισαγωγή τους.
Επιτακτική ανάγκη, λοιπόν, για τη χώρα μας αποτελεί η χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, η οποία θα πριμοδοτήσει και θα βοηθήσει περαιτέρω την επέκταση της καλλιέργειας των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών. Αυτά, με τη σειρά τους, θα μπορέσουν σε αρκετά μεγάλο βαθμό να ακυρώσουν ή να μειώσουν τη χρήση της εισαγόμενης σόγιας. Το 2012, η Ελλάδα εισήγαγε περίπου 580.000 τόνους σόγια, εκ των οποίων περισσότεροι από 400.000 τόνοι ήταν σόγια γενετικά τροποποιημένη. Τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή, κυρίως το κουκί, το κτηνοτροφικό ρεβίθι, το κτηνοτροφικό μπιζέλι, το λαθούρι, καθώς και οι νέες ποικιλίες λούπινου (γλυκόσπερμες), θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη χώρα μας, αν όχι στην πλήρη αυτάρκεια σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές φυτικής προέλευσης, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό να καλύψουν τις ανάγκες της ελληνικής κτηνοτροφίας. Επιπλέον, δεν πρέπει να αγνοείται και το γεγονός ότι τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή είναι εκείνα που θα βοηθήσουν και στην περαιτέρω αύξηση της παραγωγής βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων, αφού τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στασιμότητα στον συγκεκριμένο κλάδο. Η έλλειψη βιολογικά παραγόμενων πρωτεϊνούχων ζωοτροφών αποτελεί σήμερα το σοβαρότερο πρόβλημα για τη βιολογική κτηνοτροφία.
Τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή, εκτός από την υψηλή διατροφική τους αξία προσφέρουν πολλαπλά οφέλη. Συνήθως, δεν απαιτούν λίπανση, οι ανάγκες τους σε νερό είναι ελάχιστες και συνήθως δεν χρειάζονται άρδευση, έχουν αποδεδειγμένα χαμηλό κόστος παραγωγής και επιπλέον εμπλουτίζουν τα εδάφη με άζωτο. Συνήθως, αυτά καλλιεργούνται το φθινόπωρο και συγκομίζονται την άνοιξη, γεγονός που επιτρέπει στον παραγωγό να καλλιεργήσει στο ίδιο αγροτεμάχιο μια επιπλέον ανοιξιάτικη καλλιέργεια, όπως είναι, για παράδειγμα, το καλαμπόκι, το σόργο, κ.ά. Η λύση, λοιπόν, βρίσκεται στην επέκταση της καλλιέργειας των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών.
Τα κύρια κτηνοτροφικά ψυχανθή και η θρεπτική τους αξία
Θρεπτικά συστατικά
(% Ξ.Ο.) |
Μπιζέλι | Κουκί | Βίκος | Ρόβη | Ρεβίθι | Λούπινο | Λαθούρι | Σόγια |
Πρωτεΐνη | 24,0 | 29,0 | 28,0 | 26,0 | 21-24 | 34-42 | 21-32 | 39-44 |
Άμυλο | 51,0 | 43,0 | 43,0 | – | 41,0 | 3-14 | 44,0 | 4-6 |
Λίπος | 1,1 | 1,7 | 1,6 | 1.1 | 6,1 | 5,9-9,5 | 0,6-1,3 | 20,0 |
Ινώδεις ουσίες | 6,0 | 9,3 | 4,5 | 4,1 | 10,0 | 13-18 | 4-15 | 5,9 |
Τέφρα | 3,5 | 4,0 | 4,0 | 3,3 | 3,2 | 3,8-5,9 | 2,6-3,0 | 5,9 |
Λυσίνη | 7,3 | 6,5 | 5,7 | 6,4 | 6,8 | 4,9-6,2 | 6-6,5 | 6,2 |
Μεθειονίνη + Κυστίνη | 2,3 | 2,0 | 1,8 | 2,4 | 2,0 | 2,4-3,1 | 2,0 | 3,1 |
Θρεονίνη | 3,8 | 3,6 | 3,3 | 3,8 | 3,4 | 3,5-4,0 | 3,3-4,0 | 4,0 |
Τρυπτοφάνη | 0,9 | 0,8 | – | – | 0,8 | 0,7-1,3 | – | 1,3 |
ΜΕ (MJ)/Kg Ξ.Ο. | 13,3 | 12,8 | 12,6 | – | 13,4 | 13,2 | – | 11,1 |
Πηγή:globalbioenergy
Βελτίωση της διατροφικής αξίας των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών
Η μέθοδος της θερμικής επεξεργασίας των σπερμάτων, εκτός του ότι καταστέλλει τους αντιδιαιτητικούς παράγοντες, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μέθοδος διά της οποίας βελτιώνεται η διατροφική αξία των σπερμάτων, αφού μετά τη θερμική τους επεξεργασία παρατηρείται σημαντική βελτίωση της πεπτικότητας των θρεπτικών συστατικών τους, δηλαδή της πρωτεΐνης και της ενέργειας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι με τη χρήση αλεσμένων ή συνθλιμμένων σπερμάτων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των μηρυκαστικών αυξάνεται σε σημαντικό βαθμό η πεπτικότητα του σιτηρεσίου. Με τη θερμική επεξεργασία των σπερμάτων των ψυχανθών, με θέρμανση-ψήσιμο με ατμό και υπό πίεση (pressure toαsting), ή σε κλίβανο αποστείρωσης με ατμό (autoclaving), καθώς και η επεξεργασία με εξώθηση (extrusion), μέσα από μια σειρά πειραματισμών σε παραγωγικά ζώα, έχει παρατηρηθεί ότι μειώνεται η αποδόμηση των πρωτεϊνών και του αμύλου στη μεγάλη κοιλία και αυξάνεται η απορρόφησή τους από το λεπτό έντερο. Για παράδειγμα, σε in situ πειραματισμούς, με αγελάδες γαλακτοπαραγωγής φυλής Holstein, διαπιστώθηκε ότι η θερμική επεξεργασία υπό πίεση, ολόκληρων ή συνθλιμμένων σπερμάτων του μπιζελιού, του λούπινου και του κουκιού, αύξησε τη μη αποδομηθείσα πρωτεΐνη στη μεγάλη κοιλία (Goelema et al. 1998): Στο μπιζέλι από 25% στο 44% για το ολόκληρο σπέρμα και στο 52% για το συνθλιμμένο. Στο λούπινο από 22% στο 47% για το ολόκληρο σπέρμα και στο 51% για το συνθλιμμένο και στο κουκί από 20% στο 48% για το ολόκληρο σπέρμα και στο 57% για το συνθλιμμένο.
Στον ίδιο πειραματισμό διερευνήθηκε, επίσης, η αποδόμηση του αμύλου των θερμικά επεξεργασμένων σπερμάτων του μπιζελιού, του λούπινου και του κουκιού, όπου παρατηρήθηκε αύξηση του μη αποδομηθέντος αμύλου μόνο στο μπιζέλι και στο κουκί, όχι όμως και στο λούπινο (Goelema et al. 1998): Στο μπιζέλι από 39% στο 50% για ολόκληρο το σπέρμα μπιζελιού και στο 53% για το συνθλιμμένο, και στο κουκί από 33% στο 53% για ολόκληρο το σπέρμα και στο 60 % για το συνθλιμμένο.
Σε in situ πειραματισμό με πρόβατα μελετήθηκαν, επίσης, τα αλεσμένα σπέρματα του μπιζελιού, του λούπινου, του κουκιού, του βίκου και της ρόβης, μετά από θερμική επεξεργασία τους σε κλίβανο αποστείρωσης με ατμό (autoclaving). Παρατηρήθηκε ότι μειώθηκε, τόσο το διαλυτό κλάσμα της πρωτεΐνης, όσο και ο ρυθμός αποδόμησής της στη μεγάλη κοιλία. Διαπιστώθηκε σημαντική μείωση της αποδόμησης των πρωτεϊνών στο μπιζέλι και στο λούπινο, μέτρια μείωση στο κουκί και στο βίκο, ενώ στη ρόβη δεν παρατηρήθηκε σημαντική αλλαγή.
Το μεγαλύτερο μέρος των πρωτεϊνών των σπερμάτων των ψυχανθών συνίσταται κυρίως από γλοβουλίνες και αλβουμίνες. Τα τελευταία χρόνια, καταβάλλονται προσπάθειες μέσω της γενετικής βελτίωσης των κτηνοτροφικών ψυχανθών να μεταβληθεί η σύσταση των αμινοξέων των γλοβουλινών, έτσι ώστε να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο η ποιότητα των πρωτεϊνών τους. Είναι γνωστό, επίσης, ότι το άμυλο είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τα παραγωγικά ζώα. Όμως, το άμυλο των κτηνοτροφικών ψυχανθών συγκριτικά με εκείνο των δημητριακών καρπών, το οποίο είναι πλουσιότερο σε αμυλόζη, παρέχει λιγότερη διαθέσιμη ενέργεια. Έτσι, μέσω της γενετικής βελτίωσης των ψυχανθών, επιδιώκεται η ανάπτυξη νέων ποικιλιών κτηνοτροφικών ψυχανθών που θα περιέχουν αυξημένη αμυλόζη και, ως εκ τούτου, και περισσότερη διαθέσιμη ενέργεια (Aguilera et al., 2002).
Συμπερασματικά
Η καλλιέργεια των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη χώρα μας πρέπει να αποτελέσει μέγιστη προτεραιότητα, αφού τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης καλλιέργειας είναι πολλαπλά.
Τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών παρουσιάζουν υψηλή διατροφική αξία, δεδομένου ότι έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, αλλά και σε άμυλο. Η περιεκτικότητά τους σε απαραίτητα αμινοξέα ποικίλλει, όχι μόνο μεταξύ των διάφορων καλλιεργούμενων ειδών, αλλά και μεταξύ των ποικιλιών στο ίδιο είδος. Περιέχουν περίπου τις ίδιες ποσότητες λυσίνης όπως και το σογιάλευρο, είναι όμως ελλειμματικά σε θειούχα αμινοξέα (μεθειονίνη και κυστίνη).
Η καλλιέργειά τους παρουσιάζει σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη, αφού συνήθως δεν απαιτεί ιδιαίτερη λίπανση, δεν χρειάζεται άρδευση, εφόσον η καλλιέργεια είναι φθινοπωρινή, εμπλουτίζουν τα εδάφη με άζωτο και, ταυτόχρονα, βελτιώνουν σημαντικά τη γονιμότητά του.
Τα κτηνοτροφικά ψυχανθή, στις περιοχές όπου συνήθως καλλιεργούνται τα χειμερινά δημητριακά, παρουσιάζουν αυξημένα οικονομικά οφέλη, επειδή έχουν σχετικά χαμηλό κόστος παραγωγής και σχεδόν διπλάσια τιμή πώλησης από αυτήν των δημητριακών καρπών.
Μπορούν να καλλιεργηθούν σε προβληματικές περιοχές της χώρας μας, δηλαδή σε ορεινές, ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές, όπου συνήθως τα εδάφη είναι λιγότερο γόνιμα και όπου υπάρχει έλλειψη αρδεύσιμου νερού. Ταυτόχρονα, μπορούν να συμβάλουν δυναμικά στην αύξηση του αγροτικού εισοδήματος σε αυτές τις περιοχές. Τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να καλύψουν σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες της χώρας μας σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές και να οδηγήσουν στη μείωση της χρήσης της εισαγόμενης σόγιας, η οποία, εκτός του ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι γενετικά τροποποιημένη, συμβάλλει και στο αρνητικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών της χώρας μας. Τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή μπορούν ακόμα να συμβάλουν στην περαιτέρω προώθηση της βιολογικής κτηνοτροφίας και στην αύξηση της παραγωγής βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων.
Σήμερα, η χώρα μας είναι βαθιά ελλειμματική σε βιολογικά παραγόμενες πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των ακατέργαστων ή και των επεξεργασμένων σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των παραγωγικών ζώων, μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα ότι τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών αποτελούν μια ζωοτροφή υψηλής πρωτεϊνικής, αλλά και ενεργειακής αξίας, με το πρωτεϊνικό και το ενεργειακό τους περιεχόμενο να είναι υψηλά μεταβολίσιμο. Περιοριστικό παράγοντα για τη χρήση τους, σε μικρότερο βαθμό για τα μηρυκαστικά και μεγαλύτερο για τα μονογαστρικά, αποτελούν οι αντιδιαιτητικοί παράγοντες (ANFs).
Συνήθως, από τα ενήλικα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή τα σπέρματα των κτηνοτροφικών ψυχανθών γίνονται εύκολα αποδεκτά και μπορούν να αντικαταστήσουν μερικώς ή ακόμα και πλήρως το σογιάλευρο, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στα παραγωγικά χαρακτηριστικά και στην υγεία τους. Η χρήση των σπερμάτων των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των μονογαστρικών ζώων (χοίρων και πτηνών) πρέπει πάντοτε να γίνεται μετά από κατεργασία τους με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν. Σε άλλη περίπτωση, έχουν παρατηρηθεί αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και στην υγεία των ζώων.
Τα ποσοστά ενσωμάτωσης των σπερμάτων των κτηνοτροφικών ψυχανθών στα μείγματα των συμπυκνωμένων ζωοτροφών (ΣΖ), όπως και στα ολικά σιτηρέσια, ποικίλλουν και εξαρτώνται από το είδος του κτηνοτροφικού ψυχανθούς και το είδος του ζώου για το οποίο προορίζονται, την ηλικία του, την παραγωγική του κατεύθυνση, καθώς και από τη διαθεσιμότητα και το κόστος τους.
ΚΟΤΣΑΜΠΑΣΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΝΤΟΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ, Ινστιτούτο Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής Γιαννιτσών, ΕΛΓΟ-«Δήμητρα», Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών