Αυξάνονται οι εξαγωγές ελαιολάδου, αλλά οι τιμές παραμένουν σταθερές

Θετική επίδραση στο τυποποιημένο παρθένο ελαιόλαδο φαίνεται πως είχε η επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς παρατηρήθηκε αύξηση στις εξαγωγές σε χώρες της Ευρώπης της τάξης του 5%-10%. Πρόκειται για μία εξέλιξη, η οποία έχει την εξήγησή της στο γεγονός ότι οι καταναλωτές έσπευσαν να προμηθευτούν ελαιόλαδο κυρίως από σούπερ μάρκετ και αλυσίδες λιανικής, αλλά και στον κατ’ οίκον περιορισμό και το καθημερινό μαγείρεμα εντός σπιτιού.

Στον αντίποδα, ωστόσο, το κλείσιμο των χώρων εστίασης και των ξενοδοχείων επέφερε σημαντικό πλήγμα στην αγορά ελαιoλάδου, αντισταθμίζοντας τα όποια οφέλη από τη μικρή αύξηση των εξαγωγών. Επιπλέον, εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι εξαγωγείς, η αύξηση αυτή στη ζήτηση, δεν είχε αντίκτυπο στην τιμή του προϊόντος που παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.

Από την άλλη πλευρά, έντονο προβληματισμό δημιουργούν τα μεγάλα αποθέματα ελαιολάδου σε Ισπανία και Ιταλία, η επίδραση των οποίων αναμένεται να γίνει εμφανής σε περίπου δύο μήνες. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της τιμής του ελαιολάδου θα παίξει και η νέα χρονιά που προμηνύεται καλή, τόσο από άποψη ποιότητας όσο και ποιότητας.

Όπως εξηγεί στην «ΥΧ» ο εκπρόσωπος του πρότυπου ελαιουργείου-τυποποιητηρίου Green AE, Χρήστος Τάγαρης, η ζήτηση του ελαιολάδου στην Ευρώπη παρουσίασε μια μικρή αύξηση τον μήνα Μάρτιο, που χαρακτηρίζεται όμως συγκυριακή, και δεν είχε καμία επίπτωση στην τιμή του. Επιπλέον, όπως τονίζει ο κ. Τάγαρης, το κλείσιμο των ξενοδοχείων και των εστιατορίων, που αποτελούν σημεία πώλησης ελαιολάδου, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ικανοποίησης για τη ζήτηση του προϊόντος. «Η αύξηση στη ζήτηση του ελαιολάδου στην Ευρώπη τον πρώτο καιρό της πανδημίας είναι γεγονός, όπως και το ότι δεν «έπεσε» η αγορά του, όπως συνέβη με άλλα προϊόντα. Όμως, για τον παραγωγό δεν υπάρχει καμία διαφορά, αφού οι χώροι εστίασης και τα ξενοδοχεία είναι κλειστά και έτσι μειώθηκε η διακίνηση του προϊόντος σε αυτούς τους χώρους. Επίσης, και η τιμή δεν άλλαξε, λόγω κυρίως των πολλών αποθεμάτων τυποποιημένου ελαιολάδου σε Ισπανία και Ιταλία που ξεπερνούν τους 1,5 εκατ. τόνους», επεσήμανε ο κ. Τάγαρης.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι επισημάνσεις του εμπόρου και εξαγωγέα ελαιολάδου στην Ηλεία και ιδιοκτήτη ελαιοτριβείου, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, ο οποίος τόνισε στην «ΧΥ» ότι, αν και υπήρξε μια αύξηση στη ζήτηση του προϊόντος στην Ευρώπη κατά 5%-10%, εντούτοις υπάρχει μια μείωση στην κατανάλωση από τη μη δραστηριοποίηση των ξενοδοχείων και των εστιατορίων.

«Οι πελάτες μας σε Γαλλία και Ολλανδία λόγω του κορωνοϊού αύξησαν τις παραγγελίες τους και έτσι τον μήνα Απρίλιο είχαμε τον διπλασιασμό της ποσότητας που συνήθως εξαγάγαμε στους πελάτες μας εκεί. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε αύξηση στην τιμή και αυτό είναι το οξύμωρο. Πιστεύω πως το θέμα της τιμής θα μας επηρεάσει και στο μέλλον.

Αυτήν τη στιγμή, για ένα ελαιόλαδο της ‘‘σειράς’’, η τιμή για τον παραγωγό δεν ξεπερνά τα 2,10 ευρώ το κιλό. Ουσιαστικά, η τιμή είναι χαμηλότερη κατά το 1/3 σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό για το τι μέλλει γενέσθαι σε μια αγορά που το ελληνικό ελαιόλαδο κατέχει το 2% στην παγκόσμια κατανάλωση», υπογραμμίζει ο κ. Παπαδόπουλος.

Ο ίδιος προσθέτει ότι η πτωτική τάση της τιμής του ελαιολάδου για τον παραγωγό έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια και πως εάν συνεχιστεί η ίδια πορεία, τότε θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα τόσο για τον παραγωγό όσο και για τα ελαιοτριβεία, τα οποία δεν θα είναι πλέον βιώσιμα.

Ο κ. Παπαδόπουλος, πάντως, υποστηρίζει πως η παραγωγή ποιοτικού προϊόντος θα είναι το διαβατήριο για τις χώρες του εξωτερικού, καθώς παρατηρείται ήδη μεγάλη στροφή των καταναλωτών στη σωστή διατροφή, επιλέγοντας ποιοτικά προϊόντα και ιδιαίτερα των βιολογικών.