«Ο Μελισσοκόμος» – Όταν ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι έγινε Έλληνας μελισσοπαραγωγός για χάρη του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Μετά τον γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του για την Αθήνα, ο Σπύρος, δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, αποφασίζει να εγκαταλείψει την εστία του, τη γυναίκα του και το αντικείμενό του και να περιπλανηθεί σε όλη τη χώρα –από τον Βορρά μέχρι τον Νότο– μαζί με τις κυψέλες του.

Η απόφασή του είναι να ασκήσει το επάγγελμα της μελισσοκομίας, με το οποίο είχε συσχετιστεί η οικογένειά του από πάππου προς πάππου. Ξαφνικά, η συνάντησή του με μια νέα κοπέλα θα ανάψει ξανά τη σπίθα για ζωή. Εκείνος είναι εγκλωβισμένος στα ερείπια ενός παρελθόντος που τον στοιχειώνει. Εκείνη δεν έχει καν παρελθόν για να την ορίζει και η ανάλαφρη παρουσία της μπορεί να σηματοδοτήσει τη δική του αναγέννηση.

Από την «Αναπαράσταση» (1970) μέχρι το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), η ελληνική ύπαιθρος και οι άνθρωποί της είχαν σχεδόν σταθερά την τιμητική τους στη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Με τον «Μελισσοκόμο» («The Beekeeper», 1986), αυτή η σχέση προσωποποιείται για δεύτερη φορά στον τίτλο κάποιας από τις ταινίες του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη, μετά τους «Κυνηγούς» του 1977.

Εισχωρώντας στα ενδότερα της άτυπης Τριλογίας της Σιωπής, η οποία ξεκίνησε με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) και ολοκληρώθηκε με το «Τοπίο στην ομίχλη» (1988), η έβδομη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του Αγγελόπουλου εμβαθύνει στο θέμα της μετέωρης κατάστασης του υποκειμένου της, παρά τη διαρκή κίνηση στην οποία βρίσκεται εκείνο. Η ιδιότητα του παλιού «αριστερού» αγωνιστή -και νυν νοικοκυραίου- είναι παρούσα στον Σπύρο, που ερμηνεύει ο διεθνούς φήμης Ιταλός ηθοποιός Μαρτσέλο Μαστρογιάνι («La Dolce Vita», «8½»), όπως ήταν και στον Σπύρο που ερμήνευσε ο δικός μας Μάνος Κατράκης στα «Κύθηρα».

Μόνο που εδώ, ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει από μια συμβιβασμένη ζωή και όχι να επιστρέψει από την εξορία στα «αποκαΐδια» του παρελθόντος. Για τον Σπύρο, η ενασχόληση με τον κλάδο της μελισσοκομίας συνιστά μια απόπειρα επιστροφής στις ρίζες της οικογενειακής του παράδοσης, μια απόπειρα εξιλέωσης από τον συμβιβασμό μιας μικροαστικής ζωής που επιλέχθηκε και βιώθηκε εκβιαστικά, υπό τη σκιά της ήττας του αριστερού κινήματος (η περίπτωση του Σπύρου φωτογραφίζει τα αθέατα θύματα της ιστορικής συγκυρίας στη μεταπολεμική Ελλάδα), και σε κάθε περίπτωση κόντρα στα ιδανικά της νιότης του. Μια απόπειρα αναζήτησης της πραγματικής του ταυτότητας, μετά από μια ολόκληρη ζωή… παραχάραξής της.

Ακολουθώντας τον δρόμο των μελισσών από τον Βορρά μέχρι τον Νότο, ανάποδα από την προτέρα πορεία του προς τον συμβιβασμό, ο Σπύρος επιλέγει να «ξεβολευτεί», όμως στην πράξη δεν βρίσκει ποτέ έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό «ελευθερίας» στη ζωή του, γεγονός που είναι μοιραίο να τον οδηγήσει στον εγκλωβισμό σε κάποια νέα μορφή δεσμών. Αυτό βλέπουμε να αιωρείται στη σχέση με την ανώνυμη κοπέλα, που ερμηνεύει η ηθοποιός Νάντια Μουρούζη, εκεί όπου ο ίδιος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει καταφύγιο συναισθηματικής θαλπωρής, εκδηλώνει χαρακτηριστικότερα την τάση να δίνει αυτό που νομίζει ότι οι άλλοι θέλουν να δουν σε εκείνον (η κατ’ εξοχήν αιτία συμβιβασμού).

Ενεργεί σπασμωδικά, με έναν τρόπο που είναι καταδικασμένος να μη γεμίσει κανένα συναισθηματικό κενό εκατέρωθεν. Έκδηλο μέσα από την ηθοποιία του Μαστρογιάνι, το απλανές βλέμμα του τυραννισμένου χαρακτήρα δεν αποπνέει έναν επιφανειακό πόνο, αλλά μια εκ βάθρων απόγνωση που πηγάζει από τα μύχια μιας θρυμματισμένης ψυχής. Το υπαρξιακό του αδιέξοδο είναι αναπόδραστο και κανένα «φρέσκο» πρόσωπο δεν μπορεί να τον απεγκλωβίσει από αυτό.

Ο αργός «θάνατος» της ελληνικής μελισσοκομίας

Επιπλέον, μέσα από την αφιέρωση στις μελισσοδιαδρομές προς τον Νότο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας βιώνει μια έτερη -παράλληλη- υποδούλωση. Αυτή δεν είναι άλλη από την εθελοντική του προσφορά στις υπηρεσίες ενός κλάδου που έχει καταδικαστεί σε αργό και βασανιστικό θάνατο στη νεότερη Ελλάδα. Στα πρότυπα του περιπλανώμενου ήρωα που έχει βαριά πάνω του τη σκιά του παρελθόντος, η ματιά του Αγγελόπουλου μοιάζει προφητική για το ζοφερό πεπρωμένο ενός πολύπαθου τομέα, που σήμερα οι καλύτερές του μέρες μοιάζουν να έχουν παρέλθει.

Εάν εστιάσουμε στην περίπτωση της ελληνικής μελισσοκομίας σήμερα, θα δούμε ότι επικρατεί η ίδια αίσθηση αδιεξόδου, η ίδια άσκοπη και συνάμα απεγνωσμένη περιπλάνηση. Ένας κλάδος απαξιωμένος και αποδεκατισμένος στις μέρες μας (σ.σ. σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 οι μελισσοκομικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν σε 8.704 από 10.551 το 2009), όπως ακριβώς απαξιώθηκαν τα ιδανικά του Σπύρου και αλλοτριώθηκε η θέση του στον κόσμο μας.

Στο πνεύμα του πρωταγωνιστή του, «Ο Μελισσοκόμος» απαρτίζεται από… παράλληλες γραμμές σε φθίνουσα πορεία. Σε μία από τις επισκέψεις που αρέσκεται να κάνει ο Σπύρος στα ζωντανά απομεινάρια μνημών από τις ελπιδοφόρες μέρες της νεότητάς του, ένας παλιός του φίλος, εργαζόμενος ως μηχανικός προβολής σε μια ημιθανή επαρχιακή κινηματογραφική αίθουσα (τον ερμηνεύει ο Ντίνος Ηλιόπουλος), και ένας άλλος παλιός αντιστασιακός σύντροφος που πλέον βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου, βιώνουν και εκείνοι μια μορφή συντριβής, υπό το βάρος των ιδεών που κουβάλησαν, αλλά δεν ευτύχησαν να τις δουν να ευδοκιμούν.

Ο θάνατος της αίθουσας, του συντρόφου που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ασθένειας, του ίδιου του πρωταγωνιστή της ταινίας και των μελισσιών του μοιάζει –και είναι– ταυτόχρονος. Ο Σπύρος αναποδογυρίζει τις κερήθρες, «καταδικάζοντας» τις μέλισσες, και εκείνες ανταποδίδουν τη «χάρη» κεντρίζοντάς τον μέχρι θανάτου. Στο φινάλε αυτής της απονενοημένης περιπλάνησης, όλοι οι μελλοθάνατοι παραδίδονται στην αναπόφευκτη μοίρα τους, και εμείς, μόνοι πια, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη σιωπή της Ιστορίας.

Η ταινία ήταν υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Βενετίας το έτος κυκλοφορίας της και προβάλλεται αυτή την περίοδο σε επανέκδοση στο αθηναϊκό STUDIO new star art cinema της Πλατείας Αμερικής, στο πλαίσιο του αφιερώματος «2023, Έτος Θ. Αγγελόπουλου»