Αλλού με χαμόγελα και αλλού με πικρία, οι Έλληνες γεωργοί και κτηνοτρόφοι αφήνουν πίσω τους τη χρονιά.

Επιδιώξαμε μια καταγραφή της πορείας των αγροτικών προϊόντων μέσα στο 2017, όσον αφορά την παραγωγή, τις τιμές, την εμπορική τους κίνηση, αλλά και τις τάσεις και εκτιμήσεις για τις καλλιέργειες, όπως μας τις μετέφεραν οι ίδιοι οι άνθρωποι του χώρου.

Τι θα βρείτε στο αφιέρωμα για την φυτική & ζωϊκή παραγωγή

Απολογισμός φυτικής παραγωγής 2017

    1. Επιτραπέζιο σταφύλλι
    2. Βιομηχανική Ντομάτα
    3. Βαμβάκι
    4. Σταφίδα
    5. Ακτινίδιο
    6. Σιτάρι
    7. Πορτοκάλι
    8. Ροδάκινο
    9. Μήλο
    10. Καρπούζι-πεπόνι
    11. Καπνός
    12. Καλαμπόκι
    13. Ηλίανθος
    14. Τεύτλα
    15. Επιτραπέζια ελιά
    16. Ελαιόλαδο
    17. Μανταρίνι
    18. Κριθάρι
    19. Κρεμμύδι
    20. Ντομάτα
    21. Πατάτα
    22. Κρασί
    23. Πιπεριά-Μελιτζάνα
    24. Λεμόνι

Απολογισμός ζωϊκής παραγωγής 2017

  1. Πως κινήθηκε η ζωϊκή παραγωγή. Γενική εικόνα
  2. Αγελαδινό γάλα
  3. Κατσικίσιο γάλα
  4. Πρόβειο γάλα
  5. Αρνί-Κατσίκι
  6. Χοιρινό
  7. Μοσχαρίσιο
  8. Κοτόπουλο

Απολογισμός φυτικής παραγωγής 2017

Η «Ύπαιθρος Χώρα» παρουσιάζει τον ετήσιο απολογισμό της φυτικής παραγωγής της χώρας, όπως αποτυπώνεται σε 24 προϊόντα, το καθένα από τα οποία έχει το δικό του ειδικό βάρος στην ελληνική φυτική παραγωγή.

Στο τέλος του χρόνου, και στην ανατολή του νέου, αξίζει να επισημάνουμε ότι τα προβλήματα που ταλανίζουν τον πρωτογενή τομέα είναι σημαντικά και αδιαμφισβήτητα και δεν θα κουραστούμε να τα φωτίζουμε σε όλες τους τις πτυχές.

ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΣΤΑΦΥΛΙ: Αύξηση της τιμής, αλλά μείωση της παραγωγής

Μια καλή χρονιά αποχαιρετούν οι παραγωγοί επιτραπέζιου σταφυλιού στην Κορινθία, που αποτελούν και τον κυριότερο εκπρόσωπο της καλλιέργειας.

Όπως καταγράφονται από τη ΔΑΟΚ, στην περιοχή καλλιεργούνται 71.000 στρέμματα, με παραγωγή 176.000 τόνους. Από αυτά, η Σουλτανίνα παράγεται σε 68.000 στρέμματα, που αποδίδουν 130.000 τόνους περίπου. Τα υπόλοιπα αφορούν τις έγχρωμες ποικιλίες.

Στην περιοχή της Στιμάγκας, ο Γιώργος Δαρδάνης, πρόεδρος του Συνεταιρισμού, θα μας επισημάνει ότι «η διαφορά του 2017 με το 2016 είναι ότι φέτος ο καιρός μάς επέτρεψε να μαζέψουμε την παραγωγή μας με μικρές απώλειες, λόγω καύσωνα. Στις τιμές, όμως, τα πράγματα δεν ήταν όπως και την περασμένη χρονιά, αφού ήταν κατά 10%-20% πιο κάτω». Το 2016, οι τιμές κυμάνθηκαν από 60 έως 90 λεπτά και φέτος από 50 έως 80 το ανώτερο. Τόσο το 2016 όσο και το 2017, το επιτραπέζιο της Κορινθίας βγήκε εκτός αγοράς, λόγω της εισόδου της Ισπανίας με τα Σουπέριορ. Κλείνοντας, ο Γιώργος Δαρδάνης θα υπενθυμίσει ότι «για μία ακόμη χρονιά, το πρόβλημα της άρδευσης παραμένει σταθερό και άλυτο».

Ο πρόεδρος του Ζευγολατιού, Γιώργος Καραφωτιάς, δήλωσε: «Αυτήν τη χρονιά, σε σχέση με την περασμένη, η παραγωγή ήταν μειωμένη κατά 20% περίπου. Όσο για τις τιμές, ήταν κάτω, αφού ξεκινήσαμε από 40 λεπτά και ανεβήκαμε μέχρι τα 75 λεπτά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αντίθετα, το 2016 η τιμή έφτασε μέχρι και το 1 ευρώ περίπου». Εκείνο που διαφοροποίησε τη φετινή χρονιά με την περσινή είναι και η διαμόρφωση των κατάλληλων καιρικών συνθηκών, σε αντίθεση με την περασμένη χρονιά, που συνοδεύτηκε από χαλαζόπτωση τον Αύγουστο σε διάφορες περιοχές, λίγο πριν από τη συγκομιδή.

ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΣΤΑΦΥΛΙ: Αύξηση της τιμής, αλλά μείωση της παραγωγήςΣύμφωνα με τον πρόεδρο του ΑΣ Πήγασος «7 Grapes», Μάρκο Λέγγα, ήταν μια καλή χρονιά από άποψη εμπορικής κίνησης, με μειωμένη, όμως, παραγωγή. Η μέση τιμή πώλησης για τους παραγωγούς του συνεταιρισμού διαμορφώθηκε στα 0,65-1,05 ευρώ το κιλό.

Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Φρούτων, Λαχανικών και Σταφυλιών «Ποιότητα Σύμβολο», στο Ελαιοχώρι Καβάλας, εξήγαγε φέτος 1.650 τόνους σε Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία και Αγγλία, έναντι 1.750 πέρυσι, σύμφωνα με τον πρόεδρο, Νίκο Μαυρίδη. Η ποσότητα είναι ικανοποιητική, δεδομένου ότι η περσινή χρονιά ήταν από τις σπάνιες. Οι τιμές κυμάνθηκαν σε πολύ καλά επίπεδα για τους παραγωγούς. Τα ξεσκέπαστα ξεκίνησαν από τα 60-65 λεπτά και τα σκεπαστά κινήθηκαν στα 90 λεπτά-1 ευρώ.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΝΤΟΜΑΤΑ: Από τις χειρότερες χρονιές, λόγω καιρού

Για τη χειρότερη χρονιά της τελευταίας δεκαετίας, τουλάχιστον, κάνουν λόγο οι παραγωγοί βιομηχανικής ντομάτας, καθώς ο άστατος καιρός δημιούργησε πολλά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων –εφόσον παραμείνουν άλυτα– την επόμενη χρονιά τα στρέμματα που θα καλλιεργηθούν θα είναι πολύ λιγότερα.

Αναλυτικότερα, στη Θεσσαλία, όπου βρίσκονται οι μισές καλλιέργειες βιομηχανικής ντομάτας της χώρας, περισσεύουν η απόγνωση και ο προβληματισμός, αφού όσοι πέτυχαν μια στρεμματική απόδοση της τάξης των 10 τόνων θεωρούνται τυχεροί, όταν πέρυσι τα ίδια χωράφια έφταναν μέχρι και τους 15 τόνους το στρέμμα. Ουσιαστικά, οι απώλειες κυμαίνονται στο 60%-70% της παραγωγής. Εκτός από τις ζημιές στην παραγωγή, ο κακός καιρός συνέβαλε και στην οψίμηση της βιομηχανικής ντομάτας, με αποτέλεσμα να χαθεί και το πριμ της πρωιμότητας.

Με απώλειες έκλεισε η φετινή χρονιά και στην περιοχή της Ηλείας, καθώς οι ποσότητες που παραδόθηκαν από τα μέλη της Ομάδας Παραγωγών στα εργοστάσια επεξεργασίας τοματοπολτού είναι λιγότερες σε σχέση με αυτές που είχαν συμπεριληφθεί στα συμφωνητικά. Ειδικά για τις πρώιμες ντομάτες, η μείωση άγγιξε το 40%, εξαιτίας των ζημιών από την κακοκαιρία.

Στην Αμαλιάδα, οι ποσότητες που παραδόθηκαν από τα μέλη της Ομάδας Παραγωγών είναι στο εργοστάσιο της Unilever 12.500 τόνοι από τους 14.500 τόνους που προέβλεπε το συμφωνητικό και στο εργοστάσιο της Κύκνος 22.000 τόνους από τους 24.500 τόνους.

Γενικότερα, όλοι οι ντοματοπαραγωγοί παραμένουν στο ακουστικό τους για αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ, με τους υπηρεσιακούς παράγοντες της Λάρισας να καθησυχάζουν τον ΘΕΣΤΟ ότι η ανάρτηση των εκτιμήσεων των ζημιών θα γίνει στο πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 2018, με την καταβολή των ενισχύσεων να αναμένεται εντός του ίδιου μήνα.

ΒΑΜΒΑΚΙ: Καλή ποιότητα και υποστηρικτικές τιμές

Η καλή ποιότητα πανελλαδικά, οι έγκαιρες πληρωμές των παραγωγών, οι προσπάθειες της Διεπαγγελματικής Βάμβακος και της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών για την απόκτηση ενός ευρωπαϊκού brand στο βαμβάκι, δίνουν θετικό πρόσημο στο εθνικό προϊόν.

Θετικές είναι και οι πρωτοβουλίες για περιορισμό-εξάλειψη της συγκομιδής με μηχανές stripper, από τους αρμόδιους φορείς. Οι παραγωγοί, όμως, αισθάνονται αδικημένοι από τις τιμές, που είναι ελαφρώς μειωμένες από πέρυσι, λόγω της διεθνούς συγκυρίας, υπερασπιζόμενοι την καλή ποιότητα του προϊόντος. Στα προβλήματα συγκαταλέγονται οι καιρικές συνθήκες. Το χαλάζι χτύπησε περιοχές στον Νομό Θεσσαλονίκης, η ξηρασία επηρέασε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής.

Ο Αντώνης Σιάρκος, αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος και γενικός γραμματέας της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος, σχολιάζει ότι η χρονιά αφήνει καλή γεύση. «Το σύνολο της ποσότητας που παρήχθη είναι 250.000-260.000 τόνοι εκκοκκισμένου, ενώ πέρυσι ήταν 250.000 τόνοι. Η καλλιεργούμενη έκταση ήταν 5%-10% πάνω συγκριτικά με πέρυσι και, με φυσιολογικές στρεμματικές αποδόσεις, κατέληξε σε μια σταθερή ποσότητα τελικής παραγωγής. Παραγωγικά, πέρυσι ήταν χρονιά υψηλής παραγωγικότητας, ενώ φέτος είναι φυσιολογική, καθώς οι στρεμματικές αποδόσεις κυμάνθηκαν στον μέσο όρο και σε ορισμένες περιπτώσεις λίγο παραπάνω». Χαρακτηριστικά, αναφέρει ότι σε Έβρο και Θεσσαλονίκη ήταν υψηλότερες, στη Ροδόπη όμως χαμηλότερες.

kalliergia-vamvakiΕυνοϊκές συνθήκες επικράτησαν, σε γενικές γραμμές, στη συγκομιδή. «Περισσότερο ταλαιπώρησε τους καλλιεργητές το φαινόμενο της ξηρασίας και των υψηλών θερμοκρασιών κατά την καλλιεργητική περίοδο, που ευθύνεται για μικρότερες αποδόσεις σε συγκεκριμένες περιοχές. Υπάρχει μία δίκαιη απόδοση παραγωγής και καλλιεργητικών φροντίδων. Οι τιμές κυμαίνονται περίπου στα περσινά επίπεδα, μολονότι ότι οι τιμές συναλλάγματος είχαν υποχωρήσει κατά 10% συγκριτικά με πέρυσι. Οι παραγωγοί εισπράττουν στο σύσπορο περίπου 48 λεπτά στην αποθήκη και 50 παραδοτέο στο εργοστάσιο». Να σημειωθεί ότι ΕΑΣ Τρικάλων, Αφοι Καραγιώργου και Αφοι Μάρκου έδωσαν 51 λεπτά στο εκκοκκιστήριο. Ο κ. Σιάρκος χαρακτηρίζει «υποστηρικτικές» τις τιμές και τις αποδίδει στα καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά του βαμβακιού.

Τέλος, στην ομάδα βάμβακος γίνεται συζήτηση «για επίτευξη μεγάλης παραγωγής πιστοποιημένου βαμβακιού στην Ελλάδα μέσα από τα προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης του Agro2, ώστε να αναγνωριστεί ως εθνικό πρότυπο και να ενταχθεί στα προγράμματα ενίσχυσης της ποιότητας των δράσεων του ΠΑΑ».

ΣΤΑΦΙΔΑ: Μικρότερη παραγωγή, καλύτερες τιμές

Μειωμένη ποσοτικά, ακόμα και κατά 40% σε σχέση με πέρυσι, είναι η φετινή παραγωγή της κορινθιακής σταφίδας στη Δυτική Ελλάδα, γεγονός που προκαλεί τον έντονο προβληματισμό των παραγωγών οι οποίοι εκφράζουν φόβους για την εγκατάλειψη της συγκεκριμένης καλλιέργειας, λόγω μη απόδοσης.

Παρά την άσχημη εικόνα που παρουσιάζει η φετινή παραγωγή, η τιμή της κινήθηκε σε θετική τροχιά, φτάνοντας μέχρι και τα 1,20 ευρώ το κιλό, την ώρα που την προηγούμενη χρονιά μετά βίας έφτανε τα 90 λεπτά το κιλό.

Η αύξηση, πάντως, της τιμής της σταφίδας, που οφείλεται τόσο στη μειωμένη παραγωγή όσο και στην αυξημένη ζήτηση στο εξωτερικό, δεν ικανοποιεί διόλου τους παραγωγούς, οι οποίοι δεν κατάφεραν να βγάλουν τα έξοδά τους από τη φετινή καλλιέργεια. Η χρονιά ήταν πολύ απαιτητική από πλευράς καλλιεργητικών αναγκών, λόγω των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν σε πολλές περιοχές της Ηλείας, με τη μαραμένη σταφίδα, αλλά και λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και των μεγάλων αυξομειώσεων στη θερμοκρασία. Όπως αναφέρουν οι παραγωγοί, πέρα από τη χαμηλή βλάστηση και την ξήρανση των κλημάτων, κατά τη διάρκεια του χρόνου είχαν να αντιμετωπίσουν το χαλάζι στην αρχή της βλάστησης, την ξηρασία και στη συνέχεια τον καύσωνα.

Να σημειωθεί ότι στον Νομό Ηλείας, από τους 5.000 σταφιδοπαραγωγούς καλλιεργούνται περίπου 20.000 στρέμματα Κορινθιακής σταφίδας και παράγονται περίπου 7.000 τόνοι σταφίδας, υπό κανονικές συνθήκες.

Με τα σημερινά, όμως, δεδομένα, ολοένα και περισσότεροι σκέφτονται να αλλάξουν καλλιέργεια, αφού δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά.

Πάντως, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό θεωρείται το γεγονός ότι παρατάθηκε μέχρι τις 31 Ιανουαρίου, αντί για τα τέλη του Νοέμβρη, η προθεσμία που έχουν οι καλλιεργητές προκειμένου να παραδώσουν κατ’ ελάχιστο 150 κιλά προϊόντος ξηρής σταφίδας ανά στρέμμα σε εγκεκριμένες μεταποιητικές επιχειρήσεις για την καλλιεργητική περίοδο 2017, προκειμένου να καταστούν δικαιούχοι της συνδεδεμένης ενίσχυσης.

ΑΚΤΙΝΙΔΙΟ: Ποιότητα και τιμές δίνουν προοπτική στο προϊόν

Θετική ήταν η χρονιά για το ακτινίδιο, καθώς η πολύ καλή ποιότητα και οι αυξημένες ποσότητες, σε συνδυασμό με τη μειωμένη παραγωγή ανταγωνιστριών χωρών, όπως η Ιταλία, προδιαγράφουν ένα ευνοϊκό σκηνικό για το ελληνικό προϊόν και για τη συνέχεια. Αυτό αποτυπώνεται, ήδη, στις τιμές παραγωγού, οι οποίες έφτασαν ακόμα και τα 65 λεπτά το κιλό, δίνοντας στους καλλιεργητές το δικαίωμα να κοιτούν το επόμενο διάστημα με αισιοδοξία.

Στην Ελλάδα, η καλλιέργεια ακτινιδίου κερδίζει διαρκώς έδαφος. Οι συνολικές εκτάσεις σε οπωρώνες καλύπτουν περί τα 90.000 στρέμματα, ενώ, με βάση τις προβλέψεις που κατέθεσε η ελληνική αντιπροσωπεία στη Διεθνή Οργάνωση Ακτινιδίου, η παραγωγή του 2017 αναμένεται να ανέλθει σε 185.000 τόνους, αυξημένη κατά 15% σε σύγκριση με την προηγούμενη σεζόν. Σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής εξάγεται, καθώς η εγχώρια αγορά δεν απορροφά περισσότερο από 15.000 τόνους ετησίως. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως αναφέρθηκε, η Ελλάδα αποκατέστησε πλήρως τους προορισμούς της μετά το εμπάργκο της Ρωσίας (η οποία απορροφούσε το 40% των εξαγωγών). Έτσι, πέραν των εκτός ΕΕ χωρών, τώρα διοχετεύεται και στις χώρες της ΕΕ-28, κυρίως Γερμανία και Ισπανία, ενώ έχουν τεθεί και νέοι προορισμοί, όπως η Κίνα και η Ινδία.

Μελανό σημείο για την ποιοτική υποβάθμιση του προϊόντος, αποτέλεσε η απαράδεκτη και παράνομη κοπή ακτινιδίων από μερίδα ανεγκέφαλων αγροτών στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Η τήρηση των κανόνων από όλους τους εμπλεκόμενους αποτελεί βασική υποχρέωση για την προοπτική του προϊόντος στις αγορές.

ΣΙΤΑΡΙ: Η καλή παραγωγή δεν έφερε τις επιθυμητές τιμές

Με ανάμεικτα συναισθήματα αποχαιρετούν το 2017 οι παραγωγοί σκληρού σίτου, διότι αφενός η παραγωγή άντεξε από τις περίεργες καιρικές συνθήκες και ποιοτικά χαρακτηρίστηκε πολύ καλή, αφετέρου η προσφερόμενη τιμή από την αγορά δεν ήταν αντάξια της ποιότητας που παρήχθη, κυρίως στον θεσσαλικό κάμπο. Γι’ αυτό και οι εκτιμήσεις γεωπόνων για τη νέα χρονιά μιλούν για μία πτωτική πορεία, εν αντιθέσει με τα ψυχανθή (όσπρια), που κάθε χρόνο αυξάνονται (αναμένεται μια παραγωγή περίπου στα 350.000 στρ.), αλλά και άλλα προϊόντα τα οποία, λόγω συμβολαιακής, προσφέρουν μια σιγουριά στον παραγωγό (κριθάρι, ηλίανθος, ελαιοκράμβη, κ.λπ.).

Η προετοιμασία των χωραφιών για τη σπορά σίτου

Πανελλαδικά, τα καλλιεργούμενα στρέμματα στο σιτάρι υπολογίζονται περί τα 6,1 εκατομμύρια, με το σκληρό να κατέχει τη μερίδα του λέοντος, κυρίως στη Θεσσαλία και ακολούθως στη Μακεδονία (Θες/νίκη, Σέρρες, κ.ά.). Η μεγαλύτερη παραγόμενη ποσότητα (περίπου 1.200.000 τόνοι) και φέτος θα φύγει προς την Ιταλία.

Όσον αφορά τις τιμές που απόλαυσαν οι παραγωγοί, δυστυχώς η έλλειψη ρευστότητας ανάγκασε πολλούς να συμφωνήσουν στην αρχική προσφορά της αγοράς, δηλαδή στα 18-19 λεπτά. Όσοι δεν βιάστηκαν και αποθήκευσαν, απόλαυσαν έξτρα 2 λεπτά που πρόσφεραν Συνεταιρισμοί και Ενώσεις. Στη Θεσσαλία, φέτος, ο Συνεταιρισμός Πλατυκάμπου έβαλε τη σφραγίδα του, όταν «με το καλημέρα» κάλεσε τα μέλη του να παραδώσουν το προϊόν και να πληρωθούν με 22 λεπτά (με την προϋπόθεση της πολύ καλής ποιότητας). Ο Συνεταιρισμός Νίκαιας και φέτος συγκέντρωσε περί τους 3.000 τόνους, προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με ιδιώτες και εν τέλει πλήρωσε τους παραγωγούς 21 λεπτά.

Όσον αφορά τη συνδεδεμένη ενίσχυση, αυτή ανήλθε για το 2016 στα 6,39 ευρώ/στρέμμα (πληρώθηκε τον περασμένο Μάρτιο), από 4,5 ευρώ την προηγούμενη χρονιά, ενώ οι εκτιμήσεις για την αντίστοιχη ενίσχυση του 2017 κάνουν λόγο για επίπεδα κόντα στα 8 ευρώ το στρέμµα, µε δεδομένη τη μείωση των εκτάσεων και το μπάτζετ του έτους στα 12 εκατ. ευρώ.

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ: Με συγκρατημένη αισιοδοξία υποδέχονται οι παραγωγοί το 2018

Χωρίς δραματικές εξελίξεις αποχαιρετούν οι παραγωγοί πορτοκαλιών στην Πελοπόννησο το 2017, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σε επίπεδο τιμών.

Στη Λακωνία, ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Sparta Orange, Πέτρος Μπλέτας, δήλωσε ότι «το 2017 ήταν καλύτερο από το 2016, με τις ποσότητες να αυξήθηκαν κατά 20%-30% και τις τιμές να έχουν “εκτοξευθεί”, αφού το 2016 κόβαμε με 12 έως 15 και φέτος κόβουμε με 20 λεπτά. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2016, το σπαρτιάτικο πορτοκάλι έφυγε με επτά λεπτά ενώ φέτος φύγανε από 15 έως 20 λεπτά». Υπενθυμίζεται ότι η παραγωγή στην Λακωνία από το τέλος Νοεμβρίου το 2015 έως τον Σεπτέμβρη του 2016 ήταν 223 χιλιάδες τόνοι

Στην Αργολίδα, όπου η παραγωγή το 2016 έφτασε τους 270.000 τόνους, ο πρόεδρος της ΕΑΣΑ, Σπύρος Αντωνόπουλος, δήλωσε ότι η φετινή χρονιά χαρακτηρίζεται από μείωση της παραγωγής, που συνοδεύεται από μία ελαφρά αύξηση των τιμών, όπως συμβαίνει με τις Ναβαλίνες, που την περασμένη χρονιά ξεκίνησαν στα 24 λεπτά, ενώ φέτος έφτασαν ήδη στα 28 λεπτά. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και οι απόψεις του πρόεδρου της ΚΑΣΟΑ ΔΑΝΑΟΣ, Γιώργου Ντόκου, που μας επεσήμανε ότι η παραγωγή σε σχέση με την περασμένη χρονιά αναμένεται να είναι 20%-30% μειωμένη λόγω της πρόσφατης χαλαζόπτωσης ενώ οι τιμές δεν αναμένεται να καλύψουν την διαφορά αφού δεν φαίνεται η αύξηση να ξεπερνά το 10% της περασμένης χρονιάς.

Στην Αρκαδία, το κλείσιμο του χρόνου βρίσκει στο ίδιο επίπεδο με την περασμένη την παραγωγή, όπως μας ενημέρωσε ο προϊστάμενος της ΔΑΟΚ Αρκαδίας, Απόστολος Γιαννόπουλος. Από τους 1.400 τόνους, η παραγωγή εκτιμάται ότι θα ανέβει στους 1.600, σημειώνοντας, έτσι, μια ανεπαίσθητη άνοδο.

Ελαφρά μειωμένη θα είναι και η παραγωγή στην Μεσσηνία, καθώς η συνολική παραγωγή που δίνουν οι δύο διευθύνσεις για τις περιοχές Καλαμάτας και Τριφυλίας δεν ξεπερνά τους 8.000 τόνους εκ των οποίων οι 1.400 ανήκουν στην Τριφυλία.

Στην Κόρινθο, το 2017 κλείνει χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές στα στοιχεία που έχει η ΔΑΟΚ Κορινθίας. Η καλλιέργεια έχει περιοριστεί στα 4.825 στρέμματα και η παραγωγή στους 6.000 τόνους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν αναμένεται να υπάρξει μεταβολή και οι τιμές θα παραμείνουν σταθερές σε σχέση με το 2016.

Ικανοποίηση επικράτησε σε γενικές γραμμές στην Άρτα όσον αφορά τις εξαγωγές που, μέχρι και πριν από λίγες μέρες κινούνταν με καλές ροές, ενώ η τιμή της Ναβαλίνας έδειξε σταθεροποίηση στα 20-22 λεπτά το κιλό, από τα 24-26 που είχε ξεκινήσει. Η παραγωγή ήταν μειωμένη, όπως σε όλα τα εσπεριδοειδή, κατά 15% περίπου. Στα 18-20 λεπτά ξεκίνησαν τα Μέρλιν μέσα στον Δεκέμβριο.

ΡΟΔΑΚΙΝΟ: Μεγάλη παραγωγή, χαμηλές τιμές

Το 2017 ήταν η χειρότερη χρονιά της τελευταίας 30ετίας για το επιτραπέζιο ροδάκινο, από πλευράς τιμών και διάθεσης του προϊόντος, ενώ ζοφερή ήταν και η εικόνα στο συμπύρηνο, με τις πολύ χαμηλές τιμές απορρόφησης από τις βιομηχανίες. Όπως τονίζει ο πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Ημαθίας, Χρήστος Γιαννακάκης, μετά την απώλεια της ρωσικής αγοράς, που απορροφούσε κοντά στους 180.000 τόνους ευρωπαϊκού επιτραπέζιου ροδάκινου, και παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν για να αναπληρωθεί από άλλες αγορές, το πρόβλημα φέτος ήταν τεράστιο, καθώς υπήρξε πλήρης παραγωγή σε όλη την Ευρώπη, με συνέπεια να καταρρεύσουν οι τιμές στη χώρα μας, στην Ισπανία και στην Ιταλία.

Στοιχεία του ΟΣΔΕ για το επιτραπέζιο ροδάκινο δείχνουν πως η καλλιεργούμενη έκταση είναι 132.413 στρέμματα. Εξ αυτών, τα 85.000 καλλιεργούνται στην Ημαθία και 53.363 στην Πέλλα. Η συνολική ετήσια παραγωγή ανέρχεται στους 282.000 τόνους. Σημειώνεται πως Ημαθία και Πέλλα παράγουν το 84,71% της εγχώριας παραγωγής επιτραπέζιου ροδάκινου και το 90,35% του βιομηχανικού. Οι τιμές για το επιτραπέζιο ροδάκινο κατρακύλησαν, φέτος, στα 13-15 λεπτά ανά κιλό.

Σχετικά με το συμπύρηνο ροδάκινο, αυτό που χαρακτηρίζει το 2017, όπως σημειώνει ο κ. Γιαννακάκης, είναι οι πολύ χαμηλές τιμές που ενέκρινε η βιομηχανία –24 λεπτά– και οι οποίες εξισώνονται με τα επίπεδα τιμών των αρχών του 2000. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδος, διαπιστώνεται μεγάλη αύξηση της καλλιέργειας του συμπύρηνου ροδάκινου, βάσει των δηλώσεων ΟΣΔΕ.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2014 υπήρχαν 117.000 στρέμματα, το 2015 161.000, το 2016 αυξήθηκαν σε 172.000 και το 2017 σε 183.000 στρέμματα. Τουλάχιστον 70.000 στρέμματα από αυτά μπήκαν ή μπαίνουν στην παραγωγή τώρα. Οι παραδοτέες ποσότητες συμπύρηνου ανήλθαν, έως τις 31/7, σε 164.000 τόνους, έναντι 106.000 τόνων το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Οι φετινές ποσότητες παραγωγής εκτιμώνται σε 450.000 τόνους, έναντι των 277.000 τόνων πέρυσι.

ΜΗΛΟ: Στήριξε τις τιμές η μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγής

Ώθηση έδωσαν φέτος στο ελληνικό μήλο οι ζημιές που σημειώθηκαν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, αν και με «πληγωμένες» στρεμματικές αποδόσεις σε πολλές περιοχές της χώρας, το συνολικό αποτέλεσμα ήταν ενθαρρυντικό όσον αφορά τις τιμές.

Στην Αγιά, τα Gala, που γλίτωσαν τον ανοιξιάτικο παγετό, κυμάνθηκαν ως προς τις ποσότητες στα περσινά επίπεδα, με τις τιμές φέτος στις καλές ποικιλίες να έχουν πιάσει τα 40-45 λεπτά. Μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα, από τον ΑΣ Αγιάς «Κίσαβος», η τιμή προς τους εμπόρους ήταν 42 λεπτά/κιλό.

Μέχρι και τα 70 λεπτά έπιασαν τα μήλα με καλή εμπορική κίνηση στη Νάουσα. Καλές ποσότητες και ποιότητες είχε ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, όπου τα προβλήματα περιορίστηκαν σε 700-800 τόνους σε συγκεκριμένη περιοχή, και η συνολική παραγωγή διαμορφώθηκε σε 12.000-13.000 τόνους.

ΜΗΛΟ: Στήριξε τις τιμές η μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγήςΚανονική χαρακτηρίστηκε η παραγωγή της Αρκαδίας, με την παραγωγή γύρω στους 4.000 τόνους. Αυτή η παραγωγή, σε συνδυασμό με την τιμή των 38-42 λεπτών, έδωσαν ανάσα στους παραγωγούς, που πέρσι είδαν την τιμή να κατρακυλάει μαζί με τις συγκομισθείσες ποσότητες.

Αρνητικός είναι ο απολογισμός στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας για το 2017. Στον Νομό Καστοριάς, τα νόμιμα δηλωμένα καλλιεργήσιμα στρέμματα είναι 14.000, από τα οποία παράγονται σχεδόν 50.000 τόνοι μήλων ετησίως. Οι καιρικές συνθήκες, όμως, και ειδικότερα ο παγετός της άνοιξης, έφεραν σημαντικές απώλειες στη φετινή παραγωγή. Οι ζημιές έφτασαν το 70%, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Γεωργικής Εταιρείας Οπωροκηπευτικών Καστοριάς (ΚΕΟΚ) ΑΕ, Δημοσθένη Μωυσίδη. Πάντως, σε ό,τι αφορά τις τιμές, λόγω της πανευρωπαϊκής μειωμένης παραγωγής μήλων, αυτές κυμάνθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα για τον παραγωγό, φτάνοντας στα 50-60 λεπτά το κιλό για κάποιες ποικιλίες.

ΚΑΡΠΟΥΖΙ – ΠΕΠΟΝΙ: Δυσαρεστημένοι οι παραγωγοί

Μία από τις χειρότερες χρονιές για το καρπούζι χαρακτηρίζουν το 2017 οι παραγωγοί της Ηλείας. Μολονότι η τιμή του υπαίθριου καρπουζιού για τον παραγωγό ξεκίνησε πολύ καλά, φτάνοντας ακόμα και τα 38 λεπτά το κιλό, εντούτοις περί τα τέλη Ιουνίου έφτασε να μην έχει καθόλου τιμή. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν, σύμφωνα με τους παραγωγούς, οι έμποροι από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, που πίεζαν τις τιμές, εκμεταλλευόμενοι την άσχημη οικονομική κατάσταση των Ελλήνων αγροτών, οι οποίοι είχαν άμεση ανάγκη ρευστού.

Τροχοπέδη στη διακίνηση του καρπουζιού και καθοριστικές για την εξέλιξη της τιμής του στάθηκαν και οι άστατες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τον Ιούνιο.

Η τιμή για τα πρώιμα καρπούζια θερμοκηπίου ήταν από 55 έως και 65 λεπτά το κιλό, στη συνέχεια κατέβηκαν στα 40-45 λεπτά το κιλό και περί τα τέλη Ιουνίου έφτασαν τα 10 λεπτά το κιλό. Και το υπαίθριο καρπούζι, ενώ η τιμή του ήταν αρχικά στα 38 με 42 λεπτά το κιλό, έφτασε να μην έχει καθόλου τιμή. Όσον αφορά το πεπόνι, η τιμή του ήταν από 27 λεπτά μέχρι και 32 λεπτά το κιλό. Ξεκίνησε με πολύ καλές προοπτικές από πλευράς τιμής, όμως στη συνέχεια και αυτό πήρε την κατιούσα.

Στον Νομό Λάρισας, φέτος καλλιεργήθηκαν περίπου 3.500 στρέμματα με καρπούζια, τα περισσότερα από τα οποία (περίπου 2.500 στρ.) στο Μακρυχώρι. Οι έντονες βροχοπτώσεις έχουν επηρεάσει την καλλιέργεια, με αποτέλεσμα να πέσουν οι αποδόσεις από τον αρχικό στόχο των 10 τόνων/στρέμμα.

Στον Νομό Τρικάλων, η παραγωγή πεπονιού εμφανίστηκε μειωμένη κατά 60%-70%, από τα περίπου 2.500 στρέμματα της καλλιέργειας.

ΚΑΠΝΟΣ: Μειωμένη παραγωγή, δικαιωμένοι παραγωγοί

Περίπου 5%-10% μειωμένες συγκριτικά με πέρυσι είναι οι φετινές αποδόσεις στην καπνοκαλλιέργεια, και αυτό το αποδίδει στη μεγάλη ξηρασία ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακατέργαστου Καπνού Βασίλης Μελενεκλής. Οι ποιότητες είναι σχετικά καλύτερες από τις περσινές και βρίσκονται σε συνάρτηση με τις τιμές που ακολουθούν ανοδική πορεία. «Οι τιμές θα κυμανθούν κατά μέσο όρο στα 20 με 30 λεπτά πάνω από τις περσινές, στην ποικιλία μπασμά. Στην ποικιλία Κατερίνη, είναι πιο αδικημένοι οι συνάδελφοι, καθώς οι τιμές δεν παρουσιάζουν αυτή την αύξηση», περιγράφει, αφήνοντας ένα περιθώριο σχετικής ανόδου. Οι τρέχουσες τιμές για το τέταρτο και πέμπτο χέρι είναι γύρω στα 5 ευρώ και θα διαμορφώσουν τη μέση τιμή, που αναμένεται να είναι λίγο πιο κάτω.

Το 2017 αφήνει ένα αίσθημα ικανοποίησης, διότι με απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δικαίωσε, στις 13 Νοεμβρίου, 1.112 καπνοπαραγωγούς για την υπόθεση της Καπνικής Μιχαηλίδη, με μεσολάβηση της Διεπαγγελματικής. Στην εκπνοή του έτους έγινε συμφωνία με τις μεταποιητικές ΣΕΚΕ, Μισσιριάν, Ναξιάδη και Γλεούδη, στις οποίες θα πουλήσουν 1.367 τόνους δεσμευμένων καπνών, παραγωγής 2016.

ΚΑΠΝΟΣ: Μειωμένη παραγωγή, δικαιωμένοι παραγωγοίΠριν από τέσσερα χρόνια, παραγωγοί από τη Λοκρίδα Φθιώτιδας, οι οποίοι διέθεταν πλήρη μηχανολογικό εξοπλισμό, ξεκίνησαν την καλλιέργεια του καπνού, χωρίς καμία ενίσχυση στην παραγωγή. Από τα 1.000 στρέμματα το 2013, έφθασαν τα 2.000 το 2016 και για φέτος καλλιέργησαν περίπου 2.350 στρέμματα.

Οι τιμές παραγωγού κυμαίνονται από 2,05 έως 2,45 ευρώ το κιλό. Το κόστος παραγωγής πλησιάζει το 1 ευρώ το κιλό. Οι αποδόσεις του φυτού μπορούν να φτάσουν τα 400 κιλά το στρέμμα.

ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ: Χαμηλά τιμές και στρεμματικές αποδόσεις

Πλήγμα έχουν δεχτεί και οι φετινές στρεμματικές αποδόσεις, καθώς οι κλιματολογικές συνθήκες και οι εντομολογικές, κυρίως, προσβολές, όπως η diabrotica, τις κράτησαν σε χαμηλότερα επίπεδα. Με αυτή την αρνητική εικόνα, οι καλλιεργητές προβληματίζονται για την επόμενη περίοδο.

Στη Βοιωτία, η παραγωγή ήταν μειωμένη πάνω από 20% κατά μέσο όρο για την περιοχή. Από 1.000 έως 1.400 κιλά το στρέμμα κυμαίνονταν οι αποδόσεις. Συγκρινόμενα, όμως, με άλλες χρονιές, τα αρνητικά αποτελέσματα γίνονται περισσότερο εμφανή. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δύσκολη, λόγω της παρουσίας της πυραλίδας, η οποία έπληξε πολλές περιοχές της περιφέρειας. Οι τιμές κατά τη διάρκεια της συγκομιδής ξεκίνησαν από τα 16 λεπτά το κιλό.

Περίπου 450.000 στρέμματα (πέρυσι 550.000 στρ.) καλαμποκιού σπάρθηκαν φέτος στη Θεσσαλία, με τους Νομούς Τρικάλων και Λάρισας να πρωταγωνιστούν, ενώ λίγα στρέμματα μπήκαν και στη Μαγνησία. Σύμφωνα με τους γεωπόνους, το καλαμπόκι «έπεσε θύμα της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών που επιχειρούν οι παραγωγοί». Το αξιοσημείωτο αυτής της χρονιάς είναι οι μεγάλες καταστροφές που προκάλεσαν στις καλλιέργειες τα αγριογούρουνα και η επανεμφάνιση της diabrotica virgifera.

Η ΕΑΣ Βόλου προσπάθησε και φέτος, με την έναρξη της συγκομιδής, να παρέμβει δυναμικά στην αγορά, αγοράζοντας περίπου 3.500 τόνους με 17,5 λεπτά/κιλό, χωρίς όμως να την ακολουθήσουν οι ιδιώτες. Διαφοροποιημένη ήταν η εικόνα σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια του καλαμποκιού σε περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Η παραγωγή, σύμφωνα με δηλώσεις των καλλιεργητών της ευρύτερης περιοχής, ήταν μειωμένη κατά 100-150 κιλά το στρέμμα.

Άσχημη χρονιά για το καλαμπόκι ως προς τις αποδόσεις είναι η φετινή για την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, καθώς μειώθηκαν από 100 έως 300 κιλά σε σχέση με πέρυσι. Χωράφια που απέδιδαν πέρυσι 1.400 κιλά, φέτος έπιασαν μετά βίας 1.000 – 1.100. Αιτία ήταν το έντομο diabrotica και έως έναν βαθμό ο καύσωνας. Οι τιμές κατά τη διάρκεια της συγκομιδής ξεκίνησαν από τα 15 λεπτά το κιλό.

ΗΛΙΑΝΘΟΣ: Μειωμένες στρεμματικές αποδόσεις και εισοδήματα

Λιγότερο λαμπερός, από όσο θα ήθελαν οι παραγωγοί, ήταν ο ηλίανθος στις περισσότερες περιοχές της χώρας, καθώς ο καύσωνας και τα μελτέμια προκάλεσαν μειωμένες στρεμματικές αποδόσεις, ενώ ταυτόχρονα υποχρέωσαν τους παραγωγούς να αυξήσουν τα ποτίσματα, άρα το κόστος παραγωγής. «Ποτίσαμε τουλάχιστον 1-2 φορές περισσότερες από πέρυσι», μας μεταφέρει ο Ξανθιώτης Κώστας Δαλάτσης.

Μεγάλη διακύμανση παρουσίασαν οι στρεμματικές αποδόσεις, ανάλογα με τον νομό και το εάν πρόκειται για ξηρική ή ποτιστική καλλιέργεια. Έτσι, στον Έβρο και στη Λοκρίδα, ξεκινούν από τα 150 κιλά τα ξηρικά, ενώ την ίδια στιγμή στη Βάλτα, στη Δράμα, φτάνουν μέχρι τα 400, εξηγεί ο Αναστάσιος Πεφτίνας. Στη Βισαλτία Σερρών, νομός όπου καλλιεργούνται 170.000 στρέμματα, οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες από πέρυσι κατά 70-100 κιλά, ενώ στην Ξάνθη φτάνουν στο 50%. Ίδια μείωση παρουσιάζεται και στο Δέλτα Πηνειού, εξαιτίας των βροχοπτώσεων.

Ο κ. Πεφτίνας εκτιμά ότι, λόγω diabrotica, στο καλαμπόκι θα υπάρξει αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. «Η καλλιέργεια είναι καλή, αρκεί να βγουν κιλά. Φέτος, οι αποδόσεις κυμάνθηκαν στα 300 έως και 400 κιλά και σε ξηρικά».

Στον Νομό Έβρου, ο ηλίανθος ανθίζει με 250.000 στρέμματα στην Ορεστιάδα και 110.000 στο Διδυμότειχο. Ο παραγωγός Νίκος Μπαλούτσος σημειώνει ότι η πλειοψηφία των χωραφιών είναι ξηρικά. «Ο καιρός μέχρι το καλοκαίρι ήταν καλός, αλλά ο καύσωνας προκάλεσε ζημιές. Αντιμετωπίσαμε προβλήματα με τον σπόρο. Όταν αλωνίζαμε, έπεφτε ο σπόρος από το κεφάλι». Η στρεμματική απόδοση κυμάνθηκε στα 150-190 κιλά, ελαφρώς μειωμένη από πέρυσι.

Σταθερές παρέμειναν πανελλαδικά οι τιμές, στα 35 λεπτά/κιλό, καθώς ο ηλίανθος καλλιεργείται με συμβολαιακή γεωργία. Θετική εξέλιξη είναι η ένταξή του στο πρόγραμμα της απονιτροποίησης και η πριμοδότησή του µε περίπου 32 ευρώ ανά στρέμμα, ανάλογα με την περιοχή.

ΤΕΥΤΛΑ: Γλυκιά γεύση για τους παραγωγούς, πικρή για την ΕΒΖ

Μια περίεργη χρονιά ήταν η απερχόμενη για την τευτλοκαλλιέργεια, καθώς, σε διοικητικό επίπεδο, η βιομηχανία προσπαθεί να εξοικονομήσει χρήματα για τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες των εργοστασίων της, ενώ την ίδια ώρα οι παραγωγοί, κάνοντας το δικό τους ταμείο, εμφανίζονται μερικώς ικανοποιημένοι, σε σχέση με όσα προβλήματα αντιμετωπίζουν άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες.

Τα καλλιεργούμενα στρέμματα το 2017 ήταν περίπου ίδια με πέρυσι σε Ορεστιάδα, Πλατύ Ημαθίας και Λάρισα, ενώ οι αποδόσεις στον ζαχαρικό τίτλο (που επηρεάζουν την τιμή) ήταν ελαφρώς μειωμένες (σε κάποιες περιοχές δεν ξεπέρασαν το 13,5%), λόγω του καύσωνα του Αυγούστου και των βροχών του Οκτωβρίου, καθώς η μέση στρεμματική απόδοση κυμάνθηκε στους 7-8 τόνους/στρέμμα.

Αυτές τις μέρες, αναμένεται η εξόφληση των παραγωγών από την Πειραιώς για τη σοδειά που παρέδωσαν, καθώς η νέα διοίκηση της ΕΒΖ τήρησε την υπόσχεσή της να πληρώσει εγκαίρως και να μην επαναληφθούν οι περσινές καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος τιμοκατάλογος θα ισχύσει και το 2018.

Το 2017 ήταν μια ξεχωριστή χρονιά για τους τευτλοπαραγωγούς, καθώς τον Φεβρουάριο πληρώθηκαν για πρώτη φορά 73 ευρώ/στρ. τη συνδεδεμένη ενίσχυση του 2016, ενώ τη φετινή ευελπιστούν να την πληρωθούν μέχρι τέλος Ιανουαρίου. Επιπροσθέτως, πληρώνονται τα 30 ευρώ/στρ. για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των ετών 2014-2016 (αν και εκκρεμούν οι ενστάσεις του 2015 και κάποιες εκκρεμότητες του 2014). Αρχές του έτους, θα γίνει γνωστό εάν οι τευτλοπαραγωγοί, μέσω ενός Αναπτυξιακού Προγράμματος, θα λάβουν επιπλέον ως επίδομα άλλα 30 ευρώ/στρ.

Όσον αφορά τη νέα χρονιά, όλα δείχνουν ότι θα μπουν κι άλλοι παραγωγοί στο παιχνίδι, καθώς δύναται να επανέλθουν εκείνοι που το 2006 έλαβαν αποζημιώσεις για να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια, αρκεί η νέα διοίκηση της ΕΒΖ να προσπεράσει τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αφού την ταλανίζουν τα υψηλά κόστη αγοράς και μεταφοράς πρώτης ύλης από τους αγρότες, κόστη μισθοδοσίας και υψηλό κόστος ενέργειας.

ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΕΛΙΑ: Χαμόγελα για τις αποδόσεις, πρόβλημα η μικροκαρπία

Θετικό ήταν σε γενικές γραμμές το αποτύπωμα της φετινής σεζόν για την επιτραπέζια ελιά, που, μετά από μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε ελλειμματική ως προς την παραγωγή, όπως ήταν το 2016-2017, φέτος οι ελαιοπαραγωγοί έχουν λόγους να χαμογελούν. Στις περισσότερες περιοχές της χώρας καταγράφονται ποσοστά αύξησης της συγκομιδής που ξεπερνούν και το 30%. Αλλού, όπως στη Μαγνησία, οι ποσότητες υπερδιπλασιάστηκαν. Τοπικά, δεν έλειψαν οι αστάθμητες καιρικές συνθήκες, που ακύρωσαν τις καλές προσδοκίες ή ένα μέρος από αυτές, όπως στην Κόρινθο και στην Ανατολική Φθιώτιδα, όπου το χαλάζι δημιούργησε καταστροφές σε ένα μέρος της παραγωγής, ενώ μέχρι και 70% υπολογίζονται κατά τόπους οι απώλειες στη Λάρισα.

Ωστόσο, παρά τη γενικευμένη καλή εικόνα όσον αφορά αυτές καθαυτές τις ποσότητες, «παραφωνία» ήταν φέτος η μικροκαρπία, εξαιτίας της παρατεταμένης ανομβρίας, που σε αρκετές περιοχές προβλημάτισε τους καλλιεργητές, με αποτέλεσμα ένα μέρος της παραγωγής να κατευθυνθεί στα ελαιοτριβεία.

Συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία από τους παραγωγούς

 

Ενδεικτικό είναι ότι στην Άρτα, από την αυξημένη παραγωγή, που κατά την περίοδο της συγκομιδής υπολογιζόταν στους 7.800 τόνους, προβλεπόταν ότι το 35% περίπου θα έπαιρνε τον δρόμο της ελαιοποίησης. Αλλού, όπως στη Χαλκιδική, με φετινή συγκομιδή στους 70.000-80.000 τόνους, οι παραγωγοί δεν είναι ικανοποιημένοι από το φετινό τελικό εισόδημα καθώς, όπως τονίζουν, η υψηλότερη τιμή (στο 1 ευρώ) για την πρώτη κατηγορία, αφορούσε μόνο ένα 10%-15% της συγκομιδής. Από την άλλη, στην Αιτωλοακαρνανία, τον μεγαλύτερο ελαιοπαραγωγικό νομό της Δυτικής Ελλάδας, με φετινή παραγωγή περί τους 9.000 τόνους, τα ελαιόδεντρα που προορίζονταν για παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, επειδή ποτίζονται από τους παραγωγούς, δεν επηρεάστηκαν από την ξηρασία.

Τέλος, αυξημένη παραγωγή κατά 30%, στους 8.500 τόνους περίπου, έδωσε φέτος η Καβάλα μαζί με τη Θάσο.

ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ: Ανατροπή του περσινού κακού έφερε η 2017-2018

Οι φετινές παραγωγές ελαιολάδου «ξόρκισαν» το κακό περσινό προηγούμενο, μια χρονιά για την οποία οι ελαιοπαραγωγοί είχαν να λένε «να φύγει και να μην ξανάρθει». Έτσι, ακόμα και στις περιοχές όπου οι καιρικές συνθήκες ανέτρεψαν τις αρχικές πολύ αισιόδοξες προβλέψεις, οι παραγωγές είναι τέτοιες που σαφώς –με μεμονωμένες εξαιρέσεις– επαναφέρουν την κανονικότητα. Επιπλέον, φέτος, έπαιξε τον ρόλο του και ο παράγοντας της μικροκαρπίας που παρατηρήθηκε και στην επιτραπέζια ελιά, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας, με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί, ακόμα και σε περιοχές με προφίλ παραγωγών κυρίως βρώσιμης ελιάς, όπως είναι η Χαλκιδική, η Άρτα και η Φθιώτιδα, να κάνουν την επιλογή της ελαιοποίησης, επιδιώκοντας ένα καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα.

Ελαιόλαδο 2017-2018: Αυξημένη έως 50% η παραγωγή στην Ελλάδα

Σε ένα διεθνές περιβάλλον, στο οποίο αναμένεται αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής κατά 14%, καθώς και αύξηση της κατανάλωσης κατά 5%, (εκτιμήσεις Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου – IOC), που θεωρείται ότι θα δώσει ώθηση και στις τιμές, η ελληνική παραγωγή δίνει αυξημένες ποσότητες με διψήφια ποσοστά. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, η αύξηση των ποσοτήτων ανέρχεται ακόμα και σε υπερδιπλασιασμό, όπως στην Ηλεία, όπου η αύξηση εκτιμάται στο 150%, στην Αργολίδα στο 140%, στη Μαγνησία και στις Σποράδες στο 290%, με τη φετινή παραγωγή εκεί να ξεπερνάει τις 12.000 τόνους. Την ίδια στιγμή, και η ίδια η ποιότητα του ελαιολάδου, οι πολύ χαμηλές φετινές οξύτητες, ακόμα και κάτω από 0,2 σε περιοχές που είναι ταυτισμένες με την ελαιοκομία, όπως η Μεσσηνία και η Λακωνία, δημιουργούν βάσιμη αισιοδοξία για τις τιμές. Με τιμή εκκίνησης τα 4 ευρώ, έπιασαν στην πορεία και 4,60, για να παρουσιάσουν τις τελευταίες εβδομάδες μια αναμενόμενη, για το τέλος του χρόνου, κάμψη.

Στον αντίποδα, απώλειες στη φετινή παραγωγή ελαιολάδου καταγράφει η Θεσπρωτία και η Πρέβεζα κατά 37,5% και 33% αντίστοιχα, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας που προηγήθηκε της συγκομιδής. Μειωμένο κατά 30% και στον Έβρο το ελαιόλαδο, ωστόσο με καλής ποιότητας ελιά, και κατά 67% στη Σαμοθράκη.

ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ: Ανάμεικτες οι εντυπώσεις

Με αρνητικό πρόσημο κλείνει το 2017 για το μανταρίνι στον Νομό Ηλείας. Αν και η περίοδος συγκομιδής ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, εντούτοις, οι έντονες βροχοπτώσεις του Δεκέμβρη προκάλεσαν μεγάλη ζημιά στην Κλημεντίνη, τη «βασίλισσα» του μανταρινιού, με αποτέλεσμα ο καρπός να παρουσιάσει μονίλια.

Σύμφωνα με τους παραγωγούς, ποιοτικά το μανταρίνι ήταν πολύ καλό, αφού οι καρποί δεν παρουσίασαν προβλήματα από ασθένειες και εχθρούς. Η παραγωγή, όμως, ήταν ιδιαίτερα μειωμένη, λόγω των προβλημάτων ακαρπίας από τον παγετό και το χαλάζι, που είχε σημειωθεί στην περιοχή τον περασμένο Ιανουάριο. Έτσι, το 2017 η ποσότητα των μανταρινιών στον Νομό Ηλείας ήταν μειωμένη κατά 60%.

Η τιμή ξεκίνησε από τα 40 λεπτά και στην πορεία έπεσε στα 32 λεπτά το κιλό, ενώ, παραμονές Χριστουγέννων δεν υπήρχαν μανταρίνια, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια. Εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής, δεν στάθηκε δυνατό να καλυφθεί η ζήτηση, τόσο από την εγχώρια αγορά όσο και από το εξωτερικό. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομάδας Παραγωγών Δίας στο Τραγανό, Κώστα Κυπριώτη, δεν μπορεί να γίνει καν απολογισμός της χρονιάς σε ό,τι αφορά το εμπορικό κομμάτι, αφού, ουσιαστικά, δεν έγινε εμπορία, καθώς η μειωμένη ποσότητα καταστράφηκε από τον καιρό.

Στην Αργολίδα, οι παραγωγοί είδαν μεν μειωμένη παραγωγή κατά 30%, ωστόσο, αυτό φαίνεται να κράτησε σε καλά επίπεδα την τιμή, που ξεκίνησε από τα 40 λεπτά (μεικτά) και στην πορεία, μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη, υποχώρησαν στα 36 λεπτά το κιλό, με τη ζήτηση να διατηρείται ζωηρή.

Στην Άρτα, η μειωμένη παραγωγή, κατά 15%, «έδωσε» ικανοποιητική ζήτηση και τιμές. Η τιμή ξεκίνησε από τα 36-38 λεπτά το κιλό και αποκλιμακώθηκε αργότερα, με αναμενόμενους ρυθμούς, στα 28-30 λεπτά το κιλό.

ΚΡΙΘΑΡΙ: Μειωμένες αποδόσεις μέχρι και 40%

Η οικονομική ασφυξία των κτηνοτρόφων και οι αθρόες εισαγωγές από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, σε τιμές που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν οι Έλληνες παραγωγοί, «συνθλίβουν» το καλαμπόκι, εικόνα που αποτυπώθηκε και στη χρονιά που τελειώνει.

Μείωση στρεμμάτων και έλλειψη κτηνοτροφικού κριθαριού είναι η εικόνα που μεταφέρεται από την ΕΑΣ Βισαλτίας Σερρών, με μειωμένες ακόμα και κατά 80% εκτάσεις στον νομό.

Καλές αποδόσεις, με 400 κιλά/στρέμμα είχε φέτος η Λάρισα, αλλά καθηλωμένες στα περσινά επίπεδα τιμές, στα 14 λεπτά/κιλό.

krithari-kalliergiaΟ ΘΕΣγη έδωσε 16 λεπτά στα μέλη του και 15 λεπτά στα μη μέλη, ενώ φανερή είναι η τάση για στροφή των παραγωγών σε άλλες καλλιέργειες, όπως τα ψυχανθή, με καλύτερες τιμές.

Χαμηλές αποδόσεις και μειωμένη παραγωγή χαρακτηρίζουν τα δύο τελευταία χρόνια την εικόνα της καλλιέργειας κτηνοτροφικού κριθαριού στη Δυτική Μακεδονία. Ειδικότερα, φέτος, οι παραγωγές ήταν πολύ χαμηλές, με τη μείωση να φτάνει στο 40% σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, λόγω του παγετού στις αρχές του έτους και της παρατεταμένης ανομβρίας την περίοδο του καλοκαιριού.

Εδώ και δύο χρόνια, στη Δυτική Μακεδονία και την περιοχή των Γρεβενών, οι παραγωγές είναι κατά 40% μειωμένες, λόγω των καιρικών συνθηκών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του προέδρου του ΑΣ Γρεβενών, Χρυσόστομου Παυλίδη, οι αποδόσεις στα στρέμματα έφτασαν στα 150-200 κιλά/στρέμμα, όταν η παραγωγή στο κριθάρι και υπό κανονικές συνθήκες φτάνει στα 400 κιλά. Οι τιμές, από την άλλη πλευρά, παρέμειναν και φέτος καθηλωμένες, ενώ οι εισαγωγές κτηνοτροφικού κριθαριού από τη Βουλγαρία τις πίεσαν ακόμη περισσότερο. Όπως ίδιος σημειώνει, από τα αλώνια, ακόμη, ο συνεταιρισμός, για να βοηθήσει τους παραγωγούς και γνωρίζοντας ότι θα είναι χαμηλές οι αποδόσεις, προμηθεύτηκε ποσότητες κριθαριού με 17 λεπτά το κιλό, ωστόσο οι ποσότητες αυτές παραμένουν μέχρι σήμερα αδιάθετες στις αποθήκες τους.

ΚΡΕΜΜΥΔΙ: Δάκρυα από τους παραγωγούς για τις τιμές

Την αυλαία της συλλογής του κρεμμυδιού άνοιξε το Βατικιώτικο και στη συνέχεια, προς τα τέλη Απριλίου, ξεκίνησε η παραγωγή του λευκού, της Θήβας και της Φθιώτιδας, με μία απόδοση περίπου 4 τόνων το στρέμμα και με την τιμή, για τη συγκεκριμένη περίοδο, να ξεκινά από τα 30-35 λεπτά. Το σύνολο της παραγωγής διατέθηκε στην εσωτερική αγορά, χωρίς να υπάρχουν σημάδια στον ορίζοντα για εξαγωγές. Μετά από έναν περίπου μήνα, ξεκίνησε η συλλογή του χειμωνιάτικου, με τις τιμές για τα πρώιμα να ξεκινούν από 30 λεπτά για να καταλήξουν στα 15. Οι αποδόσεις των χωραφιών κυμάνθηκαν από 4 έως 5 τόνους το στρέμμα. Αποκορύφωμα της πτώσης των τιμών αποτέλεσε η έναρξη της συλλογής του καλοκαιριάτικου κόκκινου κρεμμυδιού, όταν οι τιμές κατρακύλησαν κάτω από τα 10 λεπτά το κιλό και πολλά παρέμειναν στα αζήτητα. Το καλοκαιρινό κόκκινο κρεμμύδι ξεπέρασε στρεμματικά σε απόδοση τους 7 τόνους, με το κόστος παραγωγής να πλησιάζει τα 600 ευρώ/στρέμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μερικές ποσότητες έμειναν στα χωράφια, καθώς υποβαθμίστηκαν ποιοτικά από τις βροχές που ακολούθησαν. Οι κύριες περιοχές παραγωγής της Θήβας, της Φθιώτιδας και της Λάρισας δεν είχαν διακυμάνσεις στον αριθμό των στρεμμάτων, διότι οι καλλιέργειες έχουν περιοριστεί σε λίγους και μεγάλους παραγωγούς.

ΝΤΟΜΑΤΑ: Ελληνοποιήσεις και tuta absoluta οδηγούν σε μείωση της υπαίθριας καλλιέργειας

Για πλήγμα της διακίνησης ατυποποίητων προϊόντων –και ειδικά της ντομάτας– με απευθείας εμπορία από το χωράφι, κάνουν λόγο στελέχη του συνεταιριστικού χώρου. Όλη αυτή η κατάσταση λειτουργεί σε βάρος του συνεργατισμού, αλλά και των ίδιων των παραγωγών, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της καλλιέργειας, η οποία για φέτος μετράει 10% λιγότερες εκτάσεις σε σχέση με πέρυσι.

Με τις ελληνοποιήσεις του προϊόντος, τις αθρόες εισαγωγές, το κόστος παραγωγής, αλλά και τον φόβο του εντόμου tuta absoluta βρέθηκαν και φέτος αντιμέτωποι οι παραγωγοί υπαίθριας ντομάτας. Αυτό αποτυπώνεται και στα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, αφού το 2016, στη χώρα μας, καλλιεργήθηκαν 19.048 στρέμματα, το 2015 20.687 στρέμματα, ενώ το 2014 η καλλιέργεια έφτανε τα 89.072 στρέμματα. Κύριες χώρες εισαγωγής αποτελούν η Πολωνία, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Αλβανία, ενώ κύρια χώρα προορισμού της υπαίθριας ντομάτας είναι η Βουλγαρία. Η αγορά, κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου, είχε κατακλυστεί από ντομάτες Βελγίου και Πολωνίας. Όταν ξεκίνησαν να κόβουν ντομάτες στην περιοχή της Πρέβεζας, η τιμή για τον παραγωγό ήταν ικανοποιητική, φτάνοντας τα 60-70 λεπτά/κιλό, ενώ αργότερα με τις εισαγωγές έπεσε στα 20-30 λεπτά/κιλό. Το αυξημένο κόστος καλλιέργειας και οι χαμηλές τιμές απέτρεψαν τους παραγωγούς και στα Φιλιατρά να καλλιεργήσουν. Τα τελευταία 2-3 χρόνια υπάρχει μεγάλη μείωση στην καλλιέργεια, σχεδόν 70%, αφού οι παραγωγοί θεωρούν ότι δεν μπορεί να είναι κερδοφόρα. Ομαλά εξελίχθηκε η καλλιέργεια της υπαίθριας ντομάτας στον Δομοκό, με μειωμένες όμως καλλιεργούμενες εκτάσεις. Από τα 800 περίπου στρέμματα στην περιοχή, σήμερα έφτασαν να καλλιεργούνται κάτω από 400.

ΝΤΟΜΑΤΑ: Ελληνοποιήσεις και tuta absoluta οδηγούν σε μείωση της υπαίθριας καλλιέργειας
Ελληνοποιήσεις και tuta absoluta οδηγούν σε μείωση της υπαίθριας καλλιέργειας

H περιοχή της Καστοριάς δεν παρουσίασε σημαντική μεταβολή σε σχέση με την περσινή περίοδο. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με υπαίθρια ντομάτα υπολογίζονται σε 800 περίπου στρέμματα, όσα και πέρυσι. Οι τιμές παραγωγού για τις κατηγορίες Α και ΕΞΤΡΑ κυμάνθηκαν μεταξύ 40-50 λεπτών το κιλό και για τις άλλες κατηγορίες έμειναν στα 10-15 λεπτά.

Τέλος, εξαίρεση παρουσίασε η περιοχή της Τρίπολης, όπου η καλλιέργεια αυξήθηκε κατά 20% σε σχέση με πέρυσι.

ΠΑΤΑΤΑ: Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε η χρονιά

Οι υψηλές θερμοκρασίες ταλαιπώρησαν τους πατατοπαραγωγούς σε πολλές περιοχές της χώρας, προκαλώντας ταυτόχρονα μείωση στην παραγωγή, αλλά και κατρακύλισμα στις τιμές παραγωγού έως τα 10-15 λεπτά, από τον Πολύμυλο Κοζάνης και το Κάτω Νευροκόπι Δράμας μέχρι την Αρκαδία. Στα προβλήματα συγκαταλέγονται οι δυσχέρειες στην αποθήκευση, λόγω υψηλών θερμοκρασιών, προκαλώντας σχέσεις αντιστρόφως ανάλογες μεταξύ τιμών και θερμόμετρου.

Μέτριες με καλές χαρακτηρίζουν τις αποδόσεις οι παραγωγοί τις Τρίπολης. Στα 8.500 περίπου στρέμματα που καλλιεργήθηκαν, οι αποδόσεις κυμάνθηκαν στους 4 τόνους το στρέμμα. Οι πιέσεις που δέχθηκαν από τις παραγωγές των άλλων περιοχών οδήγησαν τις πατάτες στα ψυγεία και τις τιμές στα 16 έως 18 λεπτά το κιλό.

ΠΑΤΑΤΑ: Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε η χρονιά
Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε η χρονιά

Ο Θοδωρής Ιφόγλου, πρόεδρος του Συλλόγου Αγροτών Δήμου Κάτω Νευροκοπίου, τονίζει ότι η υπερπροσφορά προϊόντος οδήγησε στην ελεύθερη πτώση τιμών. «Δεν υπάρχει ζήτηση. Οι πατάτες θα μείνουν στην αποθήκη. Η φετινή χρονιά δημιουργεί μη αναστρέψιμες καταστάσεις, καθώς κάποιοι παραγωγοί θα καταστραφούν. Είχαμε μια δύσκολη χρονιά λόγω λειψυδρίας, οπότε το ελάχιστο κόστος παραγωγής είναι τα 21 λεπτά και ανεβαίνει ανά ποικιλία».

Στην περιοχή της Θήβας καλλιεργούνται οι περισσότερες εκτάσεις με πατάτα. Λόγω της καλής τιμής της χειμωνιάτικης, οι παραγωγοί ανέβασαν πάνω από 10% τις καλλιεργούμενες εκτάσεις την άνοιξη του 2017. Οι καλές αποδόσεις και η μικρή ζήτηση εγκλώβισαν μεγάλες ποσότητες στα ψυγεία. Οι τιμές των παραγωγών για την ανοιξιάτικη πατάτα έπεσαν κάτω από τα 30 λεπτά. Η κατάσταση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να κρατηθεί και η τιμή της χειμωνιάτικης στα 40-42 λεπτά, όπου διατηρείται μέχρι και σήμερα. Η τιμή παραγωγού την ίδια περσινή περίοδο ήταν στα 55 λεπτά.

ΚΡΑΣΙ: Οι καιρικές συνθήκες μείωσαν τις ποσότητες

Ο τρύγος, όπως φαίνεται, εξελίχθηκε καλά στις περισσότερες περιοχές, όσον αφορά την ποιότητα, ωστόσο οι καιρικές συνθήκες έφεραν μεγάλη μείωση της ποσότητας. Ειδικά στη Σαντορίνη –που η παραγωγή του περιζήτητου πλέον Ασύρτικου είναι έτσι και αλλιώς, περιορισμένη–, λόγω του καύσωνα στις αρχές του καλοκαιριού, οι οινοποιοί δεν κατάφεραν να βρουν τις ποσότητες οινοστάφυλου που χρειάζονταν.

Αντιμέτωποι με δύσκολες καιρικές συνθήκες βρέθηκαν οι αμπελοκαλλιεργητές στην Κρήτη, όπου, λόγω καύσωνα, η πτώση έφτασε το 30%. Όσον αφορά το Αγιωργίτικο στην Πελοπόννησο, η ποσότητα ήταν μειωμένη κατά περίπου 10%, ενώ οι τιμές υπολογίζεται ότι κυμάνθηκαν στα περσινά επίπεδα. Στα λευκά, ωστόσο, η μείωση της παραγωγής είναι μεγάλη, από 30% στην περιοχή της Κορινθίας έως και 50% στην Πάτρα. Επίσης, στη Μαντίνεια φέτος έκανε πολύ κρύο και ο παγετός προκάλεσε ζημιά σε αμπέλια με Μοσχοφίλερο, σε ποσοστό από 30%-50%.

ΚΡΑΣΙ: Οι καιρικές συνθήκες μείωσαν τις ποσότητες
Οι καιρικές συνθήκες μείωσαν τις ποσότητες

Στη Στερεά Ελλάδα, οι πολλές βροχοπτώσεις έφεραν αυξημένη υγρασία, με αποτέλεσμα να ευνοήσουν τις ασθένειες του αμπελιού και άρα να χρειαστούν περισσότεροι ψεκασμοί. Μειωμένη παραγωγή, πάνω από 70%, σημείωσαν οι ξερικές καλλιέργειες, λόγω του καύσωνα. Η παραγωγή του Ροδίτη έφτασε τα 1.100 κιλά, του Ασύρτικου 1.000 κιλά, της Μαλαγουζιάς κυμάνθηκε στα 900-1.000 κιλά, του Αγιωργίτικου στα 1.000 και του Μοσχάτου στα 1.100 κιλά.

Γενικότερα, οι τιμές αγοράς των σταφυλιών κυμάνθηκαν στα 33 λεπτά το κιλό για τα λευκά σταφύλια και 45 λεπτά για τα κόκκινα, ανάλογα και με τον τρόπο πληρωμής.

Σε πάρα πολύ καλά επίπεδα, σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, παραμένουν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι τιμές για την πλειονότητα της παραγωγής σταφυλιών στον Τύρναβο, όπως αποφάσισε για τα μέλη του ο Οινοποιητικός Συνεταιρισμός. Το Mοσχάτο Τυρνάβου, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος για τον συνεταιρισμό, ορίστηκε στα 35 λεπτά το κιλό.

Η αμπελουργική χρονιά για τη Βόρεια Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από δύο περιόδους, με έντονα χαρακτηριστικά, διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους, καθώς οι καιρικές συνθήκες του 2017 ήταν ιδιαίτερες. Όπως τονίζει ο οινολόγος, οινοποιός και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Οίνοι Βορείου Ελλάδος, Στέλιος Κεχρής, ο χειμώνας ήταν πολύ έντονος με συνεχόμενο παγετό και ακραίες χιονοπτώσεις. Οι χαμηλές θερμοκρασίες την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου είχαν σαν αποτέλεσμα την καθυστερημένη εκβλάστηση των αμπελώνων και όλα έδειχναν στην αρχή ότι η χρονιά θα ήταν όψιμη.

ΠΙΠΕΡΙΑ – ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ: Αισθητή μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων

Στον βωμό των αυξημένων εξόδων και του υψηλού λειτουργικού κόστους, αλλά και της μειωμένης απόδοσης των παραγόμενων προϊόντων, φαίνεται να έχει πέσει η καλλιέργεια των υπαίθριων κηπευτικών και κυρίως της πιπεριάς και μελιτζάνας. Γενικά, υπήρχε πρόβλημα στη διάθεση του προϊόντος, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 20%-30% η παραγωγή. Μια μικρή αύξηση στα καλλιεργούμενα στρέμματα των κηπευτικών που εντάσσονται σε προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας, με προγραμματισμένες συμβάσεις από γνωστές βιομηχανίες, και μια ανεπαίσθητη μείωση στα υπαίθρια κηπευτικά που προορίζονται για λαϊκές αγορές ή τη λαχαναγορά, παρατηρήθηκε φέτος στον θεσσαλικό κάμπο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΑΟΚ ΠΕ Λάρισας, με βάση τις δηλώσεις ΟΣΔΕ, τα δηλωθέντα στρέμματα έχουν ως εξής: Μελιτζάνες 135 στρ. (από 136 στρ. το 2015), πιπεριές 310 στρ. (από 286 στρ. το 2015). Στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, αποτελούν συμπληρωματικές καλλιέργειες στην ντομάτα για τις λαϊκές. Στον Δομοκό, που αποτελεί μια από τις βασικές περιοχές υπαίθριας παραγωγής, η μείωση ξεπέρασε το 25%. Στην Καστοριά, σε σύνολο 1.000 καλλιεργούμενων στρεμμάτων κηπευτικών από την ΓΕΟΚ, τα 200 καλλιεργούνται με πιπεριά και μελιτζάνα.

Οι τιμές παραγωγού για την περίοδο παραγωγής, κατά μέσο όρο, κυμάνθηκαν για την πράσινη πιπεριά φλάσκα στα 50 λεπτά, και για τη μελιτζάνα φλάσκα στα 40 λεπτά.

ΛΕΜΟΝΙ

Με τον φόβο του καιρού ζούσαν οι λεμονοπαραγωγοί φέτος και, λόγω του φόβου αυτού, η συγκομιδή ξεκίνησε νωρίτερα σε αρκετές περιοχές της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή εμφανίζει θετικά πρόσημα, με την τιμή τις τελευταίες εβδομάδες να βρίσκεται σε «εορταστικά» επίπεδα καθώς, από τα χαμηλά επίπεδα των 30-35 λεπτών, πλέον έχει σκαρφαλώσει στα 40 λεπτά/κιλό.

Στην Αιγιαλεία, η παραγωγή αναμένεται να φτάσει περίπου τους 10.000-12.000 τόνους, όπως κάθε χρόνο, όμως ανοιχτή πληγή παραμένει η παράνοµη εισαγωγή και ελληνοποίηση λεµονιών, κυρίως από την Τουρκία. Στην Κορινθία, η παραγωγή προβλέπεται να φτάσει τους 6.000 τόνους, με την τιμή να βρίσκεται ψηλά, κοντά στα 50 λεπτά/κιλό. Βασικό στοίχημα των παραγωγών της περιοχής, όπως δηλώνουν στην «ΥΧ», να καταφέρουν να παράξουν λεμόνια τους καλοκαιρινούς μήνες, που η εσωτερική αγορά τα ζητάει διακαώς.

Τέλος, «χρυσή» χρονιά αποδεικνύεται η φετινή για την Πρέβεζα και τα 2.000 στρέμματά της, καθώς οι λεμονιές δεν προσβλήθηκαν από ασθένειες, αλλά και ο καιρός τους έκανε τη χάρη. Όπως μας αναφέρουν από την περιοχή, η στρεμματική απόδοση έφτασε τους 3,5 τόνους και σε συνδυασμό με τα 35 περίπου λεπτά/κιλό, έδωσε στους παραγωγούς ένα αξιοπρεπές εισόδημα.

Απολογισμός κτηνοτροφίας 2017

Μονόδρομο αποτελεί η ενίσχυση της ελληνικής κτηνοτροφίας και γαλακτοπαραγωγής μέσα από την παραγωγική και βιώσιμη ανάπτυξη, προς όφελος των παραγωγών, αλλά και των χιλιάδων επαγγελματιών που βιοπορίζονται από επαγγέλματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτήν. Αυτό το συμπέρασμα προέκυψε μέσα από το ρεπορτάζ της «Ύπαιθρος Χώρα» για τον απολογισμό της χρονιάς που πέρασε στον κλάδο της κτηνοτροφίας. Το αφιέρωμα αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα:

Στο πρώτο σκιαγραφείται η μεγάλη εικόνα, η διεθνής, μέσα στην οποία εντάσσεται και η ελληνική πραγματικότητα, με δεδομένα που προκύπτουν από επίσημους φορείς της ΕΕ ή της Ελλάδας.

Το δεύτερο εστιάζεται στις επιμέρους ιδιαιτερότητες της κάθε περιφέρειας, όπως αυτές καταγράφτηκαν από το ρεπορτάζ.

Πως κινήθηκε η ζωϊκή παραγωγή. Γενική εικόνα

Χοιρινό

Η διεύρυνση της ζήτησης χοιρινού σε παγκόσμιο επίπεδο αύξησε τις τιμές, καθώς το συγκεκριμένο κρέας, όπως και τα πουλερικά, θεωρούνται πιο προσιτά για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, λόγω της τιμής τους.

Έτσι, η τιμή του ελληνικού χοιρινού κρέατος παρασύρθηκε και φέτος προς τα πάνω. Σε αντίθεση με άλλα προϊόντα, στα οποία το ντόμινο της τιμής δεν είναι εμφανές με την ίδια αμεσότητα στη δική μας αγορά, οι Έλληνες χοιροτρόφοι έλαβαν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά βελτιωμένες τιμές, αυξημένες κατά 8,98% (τιμές παραγωγού σε σφάγιο), όπως «ομολογούν» τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, σε αντίθεση με το μοσχάρι που είχε μείωση και με το αρνί που σημείωσε αμελητέα αύξηση.

Σημαντική ώθηση έδωσε επίσης στη χώρα μας το μεγάλο τουριστικό ρεύμα της καλοκαιρινής περιόδου, που αύξησε κατακόρυφα και τη ζήτηση, με αποτέλεσμα η τιμή παραγωγού (ζων βάρος) να φτάσει για μεγάλο διάστημα τα 1,6 ευρώ το κιλό, ενώ, με βάση το παρατηρητήριο της ΕΕ, το σφάγιο παρέμεινε για ενάμιση μήνα στα 2,03 ευρώ το κιλό. Από κοντά, σε όλα τα παραπάνω, αξίζει να συνυπολογιστεί και η μείωση του κόστους των ζωοτροφών, που αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους εισροών για τον κλάδο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (δείκτης τιμών εισροών), τον Οκτώβριο του 2017 οι ζωοτροφές μειώθηκαν κατά 1,8% σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2016.

Μοσχάρι

Μετά από μια μακρά περίοδο μεγάλων μειώσεων στην τιμή του αγελαδινού γάλακτος, που αποδεκάτισε ένα σημαντικό αριθμό εκμεταλλεύσεων τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα, τους τελευταίους μήνες της χρονιάς που πέρασε το σκηνικό έδειξε να αντιστρέφεται. Έτσι, η τιμή παραγωγού από 38,8 λεπτά που ήταν τον Δεκέμβριο του 2016 έφτασε στα 40,1 λεπτά προς το τέλος του 2017, καταγράφοντας αύξηση 3,35%, σύμφωνα με τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία του ΕΛΓΟ-«Δήμητρα».

Με βάση τα στοιχεία της ΕΕ, από τον Οκτώβριο του 2016 μέχρι τον Οκτώβριο του 2017 η τιμή του αγελαδινού αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 4% (στα 40,04 λεπτά), τη στιγμή που οι τιμές σε άλλες χώρες της ΕΕ αυξήθηκαν ακόμα και σε διψήφια ποσοστά, φτάνοντας να ξεπεράσουν την τιμή του ελληνικού (π.χ. Ολλανδία, Γερμανία). Η μέση τιμή της ΕΕ αυξήθηκε κατά 25%, από τα 29,93 στα 37,43 λεπτά, ενώ τον Νοέμβριο του 2017 η μέση τιμή της ΕΕ υπολογίζεται σε 37,57 λεπτά το κιλό.

Όσον αφορά το μοσχαρίσιο κρέας, από τον Δεκέμβριο του 2016 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 καταγράφεται μείωση κατά 3,39%, από 4,38 σε 4,21 ευρώ το κιλό στο σφάγιο. Οι τιμές στο ελληνικό μοσχαρίσιο κρέας, αν και οι υψηλότερες στην ΕΕ, μετά τη Λετονία, παραμένουν καθηλωμένες για χρόνια, με μικρές διακυμάνσεις. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τα 25 κράτη-μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, μόνο στα 4 καταγράφεται μείωση της τιμής του μοσχαρίσιου κρέατος τον Νοέμβριο του 2017 σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2016: Ελλάδα (-1,24%), Κροατία (-0,07%), Σλοβακία (-0,75%) και Σουηδία (-2,41%). Όλες οι άλλες χώρες παρουσιάζουν αύξηση μέχρι και 12,78% (Ολλανδία), ενώ ο μέσος όρος της τιμής στην ΕΕ αυξήθηκε μεταξύ των ίδιων μηνών κατά 6,59%, στα 3,94 ευρώ το κιλό.

Καταγράφηκε, ακόμη, το καθηλωμένο σε πολύ χαμηλά επίπεδα (κάτω από 15%) ποσοστό της κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης από ελληνικής παραγωγής μοσχάρι, πράγμα που, από μία ακόμη σκοπιά, αναδεικνύει τις δυνατότητες και την αναγκαιότητα για μια βιώσιμη, ισόρροπη και παραγωγική ανάπτυξη του κλάδου.

Αμνοερίφια

Οι στρεβλώσεις και τα προβλήματα που εντοπίζονται στη διάθεση και στη διακίνηση του πρόβειου γάλακτος κυριάρχησαν για άλλη μια χρονιά στον κλάδο. Επισήμως, σύμφωνα με τον ΕΛΓΟ-«Δήμητρα», η μέση τιμή του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2017 σε σύγκριση με εκείνη του 2016 εμφανίζεται μειωμένη κατά 2,42%, στα 93,46 από 95,77 λεπτά το κιλό. Παράλληλα, και μέσα στο 2017, έδωσαν για άλλη μια χρονιά, δυναμικό… παρών οι αθρόες εισαγωγές. Εκτός από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, το τελευταίο διάστημα, όπως αποκάλυψε η «Ύπαιθρος Χώρα», μπήκαν στην Ελλάδα ποσότητες πρόβειου γάλακτος από Ιταλία και Γαλλία, που υπολογίζονται σε 50 βυτία των 20 τόνων σε εβδομαδιαία βάση, σε τιμή παράδοσης ακόμα και λίγο πάνω από 70 λεπτά το κιλό. Με τους μηχανισμούς ελέγχου να λάμπουν διά τις απουσίας τους, αυτή η τακτική δεν υπονομεύει μόνο την τιμή παραγωγού, αλλά και ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων.

ktinotrofia-kopadiΔίπλα στο πρόβειο, συνέχισε να καταρρέει και η τιμή του γίδινου γάλακτος. Από τα 58,34 λεπτά το κιλό, η μέση τιμή του 2016 μειώθηκε μέσα στο 2017 στα 57,18 λεπτά (-1,99%), καταγράφει ο ΕΛΓΟ. Σύμφωνα, ωστόσο, με τους παραγωγούς, έχει μειωθεί μέσα στη χρονιά τουλάχιστον κατά 3-6 λεπτά το κιλό. Η απαξίωση της τιμής αποτυπώνεται και στη μείωση κοπαδιών με αίγες, που είναι η μεγαλύτερη στον κλάδο της κτηνοτροφίας. Μια βιώσιμη διέξοδος της αιγοπροβατοτροφίας από τη φθίνουσα πορεία μπορεί να περνάει μέσα από την παραγωγή και προβολή νέων προϊόντων με βάση το αιγοπρόβειο γάλα.

Τέλος, η αδυναμία εξαγωγών μεγάλων σε βάρος ζώων, όπως και στον κλάδο της αγελαδοτροφίας, αναδείχτηκε και στα αμνοερίφια, για τα οποία άλλες χώρες της ΕΕ έχουν κατακτήσει αγορές στις οποίες παραδοσιακά καταναλώνονται βαρύτερα αρνιά και κατσίκια, απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Οι τιμές παραμένουν καθηλωμένες όλα τα τελευταία χρόνια, με τις ελληνοποιήσεις να χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης προς τους κτηνοτρόφους.

ΑΓΕΛΑΔΙΝΟ ΓΑΛΑ: Πήρε τα πάνω του μετά το καλοκαίρι

Ως μια «κακή χρονιά» χαρακτηρίζεται αυτή που πέρασε από τους Θεσσαλούς αγελαδοτρόφους, καθώς η καταναλωτική ζήτηση που παρατηρείται στην αγορά δεν συνδυάζεται από αντίστοιχα καλές τιμές. «Δυστυχώς, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν επαληθεύεται στην περίπτωση μας», δηλώνει με νόημα ο πρόεδρος του Συλλόγου Αγελαδοτρόφων Λάρισας, Αποστόλης Μωραΐτης. «Συνήθως, αυτό βρίσκει εφαρμογή όταν δεν υπάρχει ζήτηση στην αγορά και ακολουθούν οι μειωμένες προσφορές των βιομηχανιών προς τον παραγωγό», σημειώνει. Φέτος υπήρξε το παράδοξο η τιμή του αγελαδινού γάλακτος στην Ευρώπη να είναι ίση και μεγαλύτερη από το ελληνικό, όταν παραδοσιακά –λόγω ποιότητας– οι ελληνικές τιμές ήταν μεγαλύτερες. Αρχές του 2017, η βιομηχανία πρόσφερε περίπου 35 λεπτά, ενώ από τον Σεπτέμβριο η τιμή ανέβηκε στα 40 λεπτά.

Θετικά πρόσημα καταγράφει ο κλάδος του αγελαδινού γάλακτος το τελευταίο τετράμηνο του έτους. Ειδικότερα, για τον Δεκέμβριο, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι εκτιμήσεις έδειχναν ότι η τιμή του γάλακτος θα έχει ελαφρά ανοδική τάση στην τιμή παραγωγού κατά 2-2,5 λεπτά, φτάνοντας τελικά στα 41,5 λεπτά το κιλό. Όπως εκτιμά ο Γιώργος Κεφαλάς, πρόεδρος του Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων Ελλάδας, έως τα μέσα του 2017 η χρονιά ήταν πολύ δύσκολη, ωστόσο αναμένεται μια μικρή αύξηση σε σχέση με τη μέση τιμή του Αυγούστου, που θα καταγραφεί τον Φεβρουάριο, όταν ο ΕΛΓΟ-«Δήμητρα» δώσει τα σχετικά στοιχεία. Αναφέρει, όμως, ότι ακόμη και αν κλείσει στα 41,5 λεπτά, θα είναι κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας. Σύμφωνα με τον κ. Κεφαλά, η αιτία της αύξησης των τιμών έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε έλλειμμα αγελαδινού ευρωπαϊκού νωπού γάλακτος, συνεπώς το εισαγόμενο ακρίβυνε υπερβολικά, φτάνοντας ακόμη και τα 50 λεπτά.

Θετικά κλείνει η χρονιά για τους παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του χρόνου και για τη Στερεά Ελλάδα. Η αρνητική εικόνα άλλαξε μετά από τους πρώτους μήνες και από τα 36 λεπτά το λίτρο, η τιμή ξεπέρασε σήμερα τα 44 λεπτά. Η πληρωμή των παραγωγών γίνεται μέσα σε δύο μήνες από την πώληση του προϊόντος. Το κόστος διατροφής των ζώων κυμάνθηκε στα περσινά επίπεδα, με το μεγαλύτερο ποσοστό των αγελαδοτρόφων να κλείνουν τις τιμές των ζωοτροφών με την έναρξη των καλλιεργειών. Το ενσίρωμα καλαμποκιού, που αποτελεί τη βάση της διατροφής των ζώων, ξεκινά από τα 40 και φτάνει μέχρι τα 45 ευρώ ανά τόνο.

ageladino-katsikisio-galaΣτη Δράμα, αυξητικές τάσεις παρουσίασε φέτος η τιμή για το αγελαδινό, λόγω ζήτησης, με αποτέλεσμα να είναι τον χειμώνα κατά 5 λεπτά αυξημένη, κατά μέσο όρο στα 40 λεπτά ανά κιλό. Βέβαια, οι παραγωγοί δεν λύνουν τα προβλήματά τους, καθώς το κόστος στις ζωοτροφές είναι υψηλό. Χαμηλότερες ήταν οι τιμές στον Νομό Έβρου, που είναι και ο πιο απομακρυσμένος στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, άρα η διαπραγματευτική ισχύς των κτηνοτρόφων χαμηλότερη. Τοπική γαλακτοβιομηχανία πλήρωνε τον χειμώνα 35 λεπτά στον παραγωγό, έναντι 32 που έδινε το καλοκαίρι.

ΚΑΤΣΙΚΙΣΙΟ ΓΑΛΑ: Αρνητικό πρόσημο και φέτος για τον παραγωγό

Από 52 έως 54 λεπτά κινήθηκε η τιμή πώλησης του κατσικίσιου γάλακτος στη Λακωνία που ήταν, σύμφωνα με παλαιότερα στοιχεία, η τρίτη παραγωγικότερη περιοχή της χώρας. Στα ίδια περίπου επίπεδα είναι η τιμή του κατσικίσιου γάλακτος και στην Αρκαδία, ενώ η μέση τιμή πώλησης στην περιφέρεια, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΓΟ-«Δήμητρα» είναι 59 λεπτά μέχρι το τέλος Νοέμβρη. Η Λακωνία ήρθε πρώτη σε ποσότητα παράδοσης γίδινου με 7.869.676 κιλά, ενώ ακολουθεί η Αρκαδία με 5.367.962 κιλά.

Καλύτερη σε σχέση με το πρόβειο είναι η κατάσταση στο κατσικίσιο γάλα στη Θεσσαλία, καθώς η πρωτοβουλία αρχικά μιας ντόπιας βιομηχανίας (ακολούθησαν κι άλλες) να το διαθέσουν ως εμφιαλωμένο στα σούπερ μάρκετ, ανταποκρινόμενοι στην καταναλωτική ζήτηση, ενίσχυσε τη θέση των αιγοπροβατοτρόφων. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Θεσσαλίας, Νίκο Παλάσκα, «το γεγονός ότι μπορούμε να διαθέτουμε το κατσικίσιο γάλα εκτός από την παραγωγή φέτας (σε ποσοστό ως και 30%) και ως εμφιαλωμένο, αύξησε τη ζήτηση και μας έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο». Να σημειωθεί ότι η προσφερόμενη τιμή στον κάμπο είναι από 55 έως 65 λεπτά/κιλό.

Στα αζήτητα έμεινε το 2017 το γίδινο γάλα στην Κ. Μακεδονία, ενώ, όπως δηλώνει ο Κωνσταντίνος Ανθόπουλος, πρόεδρος του ΑΣ Κτηνοτρόφων Αιγοπροβατοτροφίας Πιερίας, όσες ποσότητες διατέθηκαν στην Ελλάδα ήταν με ανοικτή τιμή, ακόμη και χωρίς προφορικές συμφωνίες. «Η τιμή του γάλακτος κυμάνθηκε στα 60-67 λεπτά το κιλό και το 2018 τα μηνύματα της αγοράς είναι πως θα φτάσει κάτω από 55», τονίζει. Σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής, επισημαίνει ότι τα κοστολόγια έχουν αυξηθεί ενώ οι τιμές συρρικνώνονται, αφήνοντας μηδενικά κέρδη στους κτηνοτρόφους.

Στα ίδια με τα περσινά επίπεδα κυμάνθηκαν οι τιμές του κατσικίσιου γάλακτος στη Στερεά Ελλάδα. Χωρίς την παρουσία ενός ουσιαστικού συλλογικού οργάνου για τη στήριξη του προϊόντος, οι τιμές παραγωγού κυμάνθηκαν μεταξύ 55 και 65 λεπτών το κιλό. Η έλλειψη ρευστότητας και οι αδυναμίες της αιγοτροφίας στην περιοχή δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη του κλάδου και το κόστος παραγωγής διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το εισόδημα των παραγωγών.

Στα 50-55 λεπτά το κιλό διαμορφώθηκε η τιμή του κατσικίσιου στη Δυτική Ελλάδα, περίπου στα ίδια επίπεδα με την περσινή χρονιά. Σύμφωνα με τους παραγωγούς, η χαμηλή τιμή οφείλεται στο εισαγόμενο γάλα, αλλά και στην αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών να σταματήσουν τα φαινόμενα ελληνοποιήσεων.

ΠΡΟΒΕΙΟ ΓΑΛΑ: Συνεχίζεται η φθίνουσα πορεία στο πρόβειο

Μειωμένη είναι η τιμή του πρόβειου γάλακτος με την οποία πουλήθηκε και φέτος στην Αρκαδία, δημιουργώντας πονοκέφαλο στους κτηνοτρόφους, που βλέπουν ότι δεν μπορούν να πουλήσουν την παραγωγή στα επίπεδα που ζητάνε. Ο Λάμπρος Δημητρακόπουλος, από την περιοχή, θα μας επισημάνει ότι «η τιμή του πρόβειου γάλακτος είναι 85-90 λεπτά». Από τη Λακωνία, ο Γιάννης Βενετσάνος μας δήλωσε ότι «αυτήν τη στιγμή, το πρόβειο γάλα κινείται από 86 έως 91 λεπτά». Στην παραγωγή πρόβειου έρχεται πρώτη η Αρκαδία, με 9.597.963 κιλά και δεύτερη η Λακωνία, με 6.586.370 κιλά.

Με μειωμένη τιμή κλείνει η φετινή χρονιά για το πρόβειο γάλα στη Στερεά Ελλάδα. Η πίεση που δέχονται οι κτηνοτρόφοι από τους εμπόρους αντανακλάται και στο άνοιγμα του χρόνου εξόφλησης του προϊόντος. Από τα 92 λεπτά έως 1,05 ευρώ του πρόβειου γάλακτος που έπαιρναν οι κτηνοτρόφοι το 2016, η τιμή για το 2017 κλείνει έως και 3 λεπτά κάτω.

Δύσκολη ήταν η χρονιά και στην Κ. Μακεδονία, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη μειωμένη ζήτηση και τις χαμηλές τιμές, καθώς από την άνοιξη του 2017 ξεκίνησαν οι πτωτικές τάσεις. Τόσο στο πρόβειο όσο και στο γίδινο, οι τιμές έκλεισαν 10 λεπτά φθηνότερα σε σχέση με το 2016. «Υπάρχουν περιοχές στην Ελλάδα όπου οι παραγωγοί έκλεισαν συμφωνία με 1,03 το κιλό στο πρόβειο γάλα, αλλά τελικά πληρώθηκαν με 93 λεπτά, ενώ πολλοί δεν πληρώθηκαν. Στην Πιερία, η πτώση κυμάνθηκε στα 5-7 λεπτά, αναφέρει ο πρόεδρος του ΑΣ Κτηνοτρόφων Αιγοπροβατοτροφίας Πιερίας, Κωνσταντίνος Ανθόπουλος.

Μείωση της παραγωγής σε ποσοστό 10% σε σχέση με την περσινή χρονιά (η οποία ημερολογιακά ξεκινά κάθε Σεπτέμβριο) καταγράφεται φέτος στη Θεσσαλία στο πρόβειο γάλα. Μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης οφείλεται στις ακραίες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν τον περασμένο Ιανουάριο, αλλά και στο ασύμφορο κόστος παραγωγής. Οι τιμές των βιομηχανιών κυμαίνονται από 96 λεπτά ως 1 ευρώ, ενώ το κόστος των ζωοτροφών παραμένει σταθερό.

Παρά την απεριόριστη ζήτηση για τη φέτα, οι κτηνοτρόφοι της Δράμας αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με τη διάθεση του προϊόντος σε γαλακτοβιομηχανίες, καθώς εκείνες επικαλούνται το μεγάλο στοκ φέτας που διαθέτουν και δεν αγοράζουν. Το 2017, ο Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός «Ηδωνίς» είχε κλεισμένες συμφωνίες και το πρόβειο γάλα πουλήθηκε με 97 λεπτά. Οι πληροφορίες των κτηνοτρόφων για το 2018 αναφέρουν ότι το πρόβειο θα πληρωθεί από 85 έως 90 λεπτά.

Τη φθίνουσα πορεία των προηγούμενων χρόνων εξακολουθεί να παίρνει η τιμή του πρόβειου γάλακτος στη Δυτική Ελλάδα. Η τιμή παραγωγού διαμορφώνεται στα 80-85 λεπτά το κιλό, ανάλογα με τη γαλακτοβιομηχανία, ενώ πριν από δύο χρόνια η τιμή ξεκινούσε από το 1 ευρώ. Οι κτηνοτρόφοι εκφράζουν έντονα την αγανάκτησή τους για την «εξευτελιστική», όπως την χαρακτηρίζουν, τιμή, καθώς δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος παραγωγής που έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κατά 150%.

ΑΡΝΙ – ΚΑΤΣΙΚΙ: Κάθε πέρσι και καλύτερα

Μια ακόμα χρονιά με απώλειες μετρούν οι αιγοπροβατοτρόφοι από το κρέας των αμνοεριφίων, που έρχεται να προστεθεί στις συσσωρευμένες απώλειες όλων των τελευταίων ετών. Αυτό σημειώνουν οι εκπρόσωποί τους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μάστιγα των ελληνοποιήσεων, που όσο δεν αντιμετωπίζεται χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για να κρατούν χαμηλά τις τιμές για τους παραγωγούς οι έμποροι. Όπως τονίζει ο πρόεδρος της ΠΕΚ, Στέργιος Κύρτσιος, «όσο δεν λύνεται αυτό το πρόβλημα, θα το πληρώνει ο παραγωγός στην τιμή. Οι τιμές θα κρατιούνται χαμηλά, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος στην τιμή του αιγοπρόβειου».

Οι τιμές φέτος κυμάνθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με πέρσι, κατά 30-50 λεπτά το κιλό στον κτηνοτρόφο. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Περιφέρειας Θεσσαλίας, Νίκο Παλάσκα, η μέση τιμή του αρνιού κυμάνθηκε στα 4,5-4,6 για το αρνί και στα 5-5,5 ευρώ το κιλό για το κατσίκι, έναντι 5-5,2 και 5,5-6 ευρώ αντίστοιχα. Η υψηλότερη τιμή σημειώθηκε μετά τις 15 Δεκέμβρη, μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων, όταν υποστηρίχτηκε από τη συγκυριακή ζήτηση από Ιταλία και Ισπανία. Έφτασε τα 4,5-4,8 ευρώ το αρνί και τα 5,5-5,7 ευρώ το κατσίκι, ενώ η χαμηλότερη τιμή που έπιασαν και τα δύο ήταν τα 3,8 ευρώ το κιλό.

aigotrofia-ktinotrofiaΣτη Β. Ελλάδα, το αρνί δεν ξεπέρασε τα 4,5-4,7 ευρώ το κιλό όλον τον χρόνο, σύμφωνα με τον κ. Κύρτσιο, με μέση τιμή τα 4 ευρώ, και μόνο την περίοδο του Πάσχα άγγιξε τα 5 ευρώ. Όσο για την τιμή του κατσικιού, έπιασε μέχρι 5,5 ευρώ το Πάσχα, την υπόλοιπη χρονιά, όμως, στη Β. Ελλάδα «συμπαρασύρεται» προς τα κάτω από το αρνί.

Στη Δυτική Ελλάδα, η τιμή πώλησης του αρνιού από τον παραγωγό κινήθηκε στα 4,5 ευρώ το κιλό, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με πέρυσι όταν ξεκινούσε από 5 ευρώ το κιλό. Τα κατσίκια, από την άλλη πλευρά, πωλούνταν στα 5,5 ευρώ το κιλό, στα ίδια περίπου επίπεδα με πέρυσι.

Ο «πόλεμος» που υφίσταται η κτηνοτροφία, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι, αποτελεί μεγάλο πλήγμα για τον κλάδο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επωφεληθούν από την αυξημένη ζήτηση που παρουσιάζει το αρνί, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό.

Οι παράνομες ελληνοποιήσεις, η σημαντική μείωση στην τιμή του γάλακτος, αλλά και το αυξημένο κόστος παραγωγής έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι δεν μπορούν να τα βγάλουν πλέον πέρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους.

Η βασική είδηση που αφορά τα αρνιά και τα κατσίκια στην Πελοπόννησο είναι ότι φέτος εξαντλήθηκαν όλες οι ποσότητες που υπήρχαν, λόγω μεγάλων εξαγωγών. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πρακτικά ότι τα κέρδη αυτήν τη χρονιά ήταν ιδιαίτερα μεγάλα για τους παραγωγούς, αφού, όπως μας δήλωσε ο Γιάννης Βενετσάνος από τη Λακωνία, «μπορεί η ζήτηση να ήταν μεγάλη, αλλά οι τιμές σε σχέση με την περασμένη χρονιά ήταν χαμηλές. Το αρνί μεσοσταθμικά στάθηκε στα 4,50 ευρώ και στο κατσίκι στα 5,30». Από την Αρκαδία, ο Λάμπρος Δημητρακόπουλος υποστήριξε ότι «η τιμή του αρνιού κυμάνθηκε στα 4 ευρώ περίπου και του κατσικιού στα 4,50. Οι τιμές αυτές είναι κατά ένα ευρώ σχεδόν χαμηλότερες από την περασμένη χρονιά.

ΧΟΙΡΙΝΟ: Θετικός ο απολογισμός, δυσοίωνες οι προβλέψεις, λένε οι χοιροτρόφοι

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Νέας Ομοσπονδίας Χοιροτροφικών Συλλόγων Ελλάδας, Γιάννη Μπούρα, στο σύνολό του το 2017 αφήνει θετική αποτίμηση. «Ξεκίνησε με ένα καλό πρώτο εξάμηνο, με την τιμή παραγωγού στα 1,35 ευρώ το κιλό (ζων βάρος), που θεωρείται μια καλή τιμή, δεδομένου ότι αυτήν την περίοδο η ζήτηση είναι πεσμένη και οι τιμές χαμηλές. Έτσι πήγε μέχρι τον Μάιο και μέσα στο καλοκαίρι έπιασε και τα 1,6 ευρώ, για να πέσει από τον Οκτώβρη και μετά στα 1,35», περιγράφει.

Ο ίδιος εκτιμά ότι, παρά την επιφύλαξη που επικρατούσε μεταξύ των χοιροτρόφων για την περίοδο των γιορτών, εξαιτίας της τάσης μείωσης που επικρατεί διεθνώς, τελικά ο μεγάλος όγκος «έφυγε» στα 1,3-1,35 ευρώ. Όσον αφορά το επόμενο διάστημα, ο κ. Μπούρας σημειώνει ότι «προμηνύεται ένα δύσκολο πρώτο εξάμηνο για το 2018, καθώς διεθνώς οι τιμές έχουν μειωθεί και άρα θα συμπαρασυρθούν και οι τιμές των εγχωρίων, δεδομένου ότι το 70% του χοιρινού είναι εισαγόμενο». Εξηγεί, μάλιστα, ότι οι πολύ καλές τιμές που διατηρήθηκαν για ενάμιση χρόνο περίπου οδήγησαν και σε αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής. «Όμως, η αγορά έχει δείξει ότι όσο πιο καλή είναι η περίοδος, τόσο πιο έντονη θα είναι η διόρθωση. Αυτό αναμένουμε και τους πρώτους μήνες του 2018. Ήδη, η τιμή στην Ολλανδία βρίσκεται στα 97 λεπτά και στη Βουλγαρία στο 1 ευρώ», καταλήγει. Σημειώνει, ωστόσο, ότι ο καλός απολογισμός του 2017 θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει κάποια αποθέματα, τέτοια ώστε να υπάρχουν στον κλάδο άμυνες απέναντι στις εξελίξεις που αναμένονται.

xoirotrofia-provlima-liseis5Σε ανάλογο μήκος κύματος, και ο αντιπρόεδρος του ΣΕΚ, Γιώργος Διδάγγελος, κάνει λόγο για ένα θετικό 2017 για τους παραγωγούς. Από την πλευρά του διαπιστώνει ότι ο πήχης τελικά κινήθηκε στα 1,4-1,45 ευρώ στην περίοδο των γιορτών, ενώ προηγήθηκε ένα πολύ θετικό καλοκαίρι. Επισημαίνει, πάντως, ότι η όποια συζήτηση για ανάκαμψη του ελληνικού χοιρινού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση του φαινομένου των ελληνοποιήσεων. Ο κ. Διδάγγελος συμπληρώνει ότι είναι διάχυτος ο προβληματισμός στον κλάδο για τον επόμενο χρόνο. «Το μέλλον δεν διαγράφεται πλέον ρόδινο», μας είπε χαρακτηριστικά, «κάτι το οποίο φάνηκε από τις τιμές του Δεκέμβρη, όταν αναμενόταν υψηλότερη οροφή στις τιμές παραγωγού». Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι «ο κλάδος έχει δημιουργήσει αντιστάσεις όχι βάσει των κερδών που αποκόμισε τη χρονιά που πέρασε, αλλά βάσει της δυνατότητας, που έχει κατακτήσει, να εφαρμόζει μεθόδους αύξησης της παραγωγής, κάτι το οποίο αποτυπώθηκε και μέσα στο 2017».

ΜΟΣΧΑΡΙΣΙΟ: Χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις κύλησε το 2017

Στον Νομό Σερρών, που είναι από τις πλέον δυναμικές κτηνοτροφικές περιοχές στην Ελλάδα, ο αντιπρόεδρος του Πανσερραϊκού Κτηνοτροφικού Συλλόγου, Δημήτρης Κουφίδης, αναφέρει ότι και φέτος η κατάσταση ήταν σταθερή και το μόνο που άλλαξε ήταν το κόστος παραγωγής, που αυξήθηκε σημαντικά. Σχετικά με τις τιμές, ο κ. Κουφίδης υπογραμμίζει πως για το μοσχάρι κυμαίνονται από 3,50 ευρώ το κιλό έως 4,20-4,50 το κιλό και σε σχέση με πέρσι παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.

Σταθερά καθηλωμένες οι τιμές στο μοσχαρίσιο κρέας, στη Θεσσαλία, τα τελευταία χρόνια (4,40-4,80 ευρώ/κιλό), με τους αγελαδοτρόφους κρεατοπαραγωγής ελευθέρας βοσκής να είναι τα θύματα της άναρχης και ασύδοτης αγοράς. Και αυτό γιατί, όπως καταγγέλλει ο πρόεδρός τους στην περιφέρεια, Γιάννης Πέτσας, «την ώρα που εμείς προσπαθούμε να εκτρέψουμε τα μοσχάρια μας στη φύση, προσφέροντας τα την ποιοτική τροφή της μητέρας γης, παραμένοντας υπό αντίξοες συνθήκες στα βουνά, οι εισαγωγές συνεχίζονται αθρόες, αφού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος».

Ο αγελαδοτρόφος στο Νευροκόπι Δράμας, Χάρης Καφετζής, μεταφέρει στην «Ύπαιθρο Χώρα» ότι αγοράζουν μέρος των ζωοτροφών. «Το καλαμπόκι αποτελεί κύρια τροφή. Μπορούμε να καλλιεργήσουμε αλλά είναι ρίσκο, γιατί τα κρύα ξεκινούν νωρίς και ενδέχεται να μην προλάβει να ξεραθεί, άρα υπάρχει πρόβλημα στο αλώνισμα και στην αποθήκευση, γι’ αυτό αγοράζουμε». Οι τιμές είναι ίδιες με τα προηγούμενα χρόνια, κυμαίνονται στα 3,80 με 4,20 ευρώ το κιλό, για σφαγμένο μοσχάρι γάλακτος.

ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ: Ικανοποιητική η χρονιά που πέρασε

Για μια χρονιά κατά την οποία στον κλάδο του κοτόπουλου παρατηρήθηκε σταθερότητα στη ζήτηση και στην παραγωγή, αλλά και στις τιμές παραγωγού, παρά τις πιέσεις που ασκούνται από τα σούπερ μάρκετ, κάνουν λόγο οι εκπρόσωποι του κλάδου.

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων «Πίνδος», Λάζαρο Τσακανίκα, παρόλο που οι τιμές χονδρικής από τις εταιρείες προς τα σούπερ μάρκετ μειώθηκαν κατά 5% περίπου, κάτω από την πίεση που ασκούν στους προμηθευτές, αυτή δεν μετακυλίστηκε στους παραγωγούς. Έτσι, όπως αναφέρει, η τιμή παραγωγού διατηρήθηκε στα 1,1-1,2 ευρώ το κιλό, ενώ στη λιανική η μέση τιμή μειώθηκε από τα 3,3 του 2016 σε κάτω από 3 ευρώ το κιλό, στο πλαίσιο της τακτικής των αλυσίδων του λιανεμπορίου να πραγματοποιούν διαρκείς προσφορές στο κοτόπουλο για να προσελκύουν τους καταναλωτές στα καταστήματά τους. Με αυτή την τακτική, άλλωστε, κατορθώνουν να κρατάνε το 50% περίπου της διακίνησης του προϊόντος, που κατέκτησαν τα τελευταία χρόνια.

#6 Πτηνοτροφία: Παρόν και μέλλονΌσο για το κόστος εισροών, η μείωση που παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του χρόνου αντιστάθμισε τις «ανεβασμένες» τιμές του πρώτου εξαμήνου, με αποτέλεσμα, τελικά, το μέσο κόστος αγοράς ζωοτροφών να διατηρηθεί στα ίδια με τα περσινά επίπεδα, σύμφωνα με τον κ. Τσακανίκα.

Για ικανοποιητική χρονιά κάνει λόγο από προϊστάμενος της οικονομικής διεύθυνσης της «Αμβροσιάδης ΑΒΕΕ», Οδυσσέας Μανωλόπουλος. Και εκείνος, από την πλευρά του, διέκρινε ότι εντάθηκαν οι πιέσεις από τα σούπερ μάρκετ για μειώσεις στις τιμές παραγωγού, ενώ έδωσε έμφαση στις «αμφιβόλου ποιότητας» εισαγωγές από χώρες όπως η Βουλγαρία και η Πολωνία, οι οποίες, ως επί το πλείστον διοχετεύονται στα σημεία μαζικής εστίασης, όπως τα ξενοδοχεία. Σημείωσε, μάλιστα, ότι «όσο εντείνεται ο ανταγωνισμός και προκειμένου οι ξενοδοχειακές μονάδες να προσφέρουν χαμηλότερες και πιο ελκυστικές τιμές, το φαινόμενο αυτό θα εντείνεται». Ο κ. Μανωλόπουλος εκτιμά ότι μέσα στο 2018 «θα έχουμε επιπλέον ξεκαθαρίσματα στον κλάδο» και ότι «πλέον, οι 3-4 μεγάλοι παίκτες θα ενδυναμώσουν τον εσωτερικό τους ανταγωνισμό, πιεζόμενοι, βέβαια, και από την τάση που υπάρχει στους μεγάλους αγοραστές, που είναι τα σούπερ μάρκετ».

Γράφουν: Μαρία Αµπατζή, Γιώργος Αργυρίου, Μελίνα Ζιάγκου,
Γιώργος Ρούστα, Γιάννης Σάρρος, Νικολέτα Τζώρτζη, Αφροδίτη Χρυσοχόου

-Διαφήμιση-
gaia-sense