Στον ρυθμό της πανδημίας… χόρεψε η αγορά το Πάσχα

Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία του κορωνοϊού και τα μέτρα που έχουν ληφθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για τον περιορισμό της εξάπλωσής του καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά της εφοδιαστικής αλυσίδας, όσον αφορά τα προϊόντα που κυριαρχούν τις ημέρες του Πάσχα και, τελικά, το εισόδημα γεωργών και κτηνοτρόφων.

ΑΜΝΟΕΡΙΦΙΑ
Συντριπτικό το πλήγμα για το εισόδημα των κτηνοτρόφων

Η δραστική μείωση των εξαγωγών φέτος σε χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που απορροφούσαν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής αμνοεριφίων ταυτόχρονα με το κλίμα αβεβαιότητας για το εάν και πώς θα γιορτάσουν το φετινό Πάσχα και οι Έλληνες καταναλωτές διαμόρφωσαν καταλυτικά φέτος την αγορά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και υπό τον φόβο της μη απορρόφησης της παραγωγής τους, οι κτηνοτρόφοι ενέδωσαν σε πολύ χαμηλές τιμές.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι τελικά η εγχώρια παραγωγή των 2,3 εκατ. αμνοεριφίων απορροφήθηκε σχεδόν συνολικά, όπως λένε εκπρόσωποι του κλάδου, χωρίς ακόμη να έχει γίνει επίσημη καταγραφή, οι παραγωγοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία πληρώθηκαν κάτω από 4 ευρώ το κιλό κατά μέσο όρο, έναντι 5,5 ευρώ που πήραν πέρσι.

Όπως είπε, μιλώντας στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΣΕΚ, Τάκης Πεβερέτος, «οι κτηνοτρόφοι, κάτω από την πίεση της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, με τις οικονομικές απαιτήσεις να τρέχουν και την αγορά να μην ξέρουν πώς θα διαμορφωθεί, αναγκάστηκαν να τα δώσουν όσο-όσο. Ο μέσος όρος είναι 3,6-3,8 ευρώ/κιλό. Την τελευταία στιγμή, ξεκινώντας από Μ. Δευτέρα, οι κρεοπώλες είδαν ότι υπάρχει ζήτηση και στα σούπερ μάρκετ και άρχισαν να ψάχνουν. Τότε άρχισαν να βάζουν 10-15 λεπτά παραπάνω. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να τα πήραν 5 ευρώ. Η πλειονότητα των αμνοεριφίων είχε σφαχτεί μια εβδομάδα νωρίτερα, μέχρι και τη Μ. Δευτέρα, κάτω από 4 ευρώ».

Αυξημένη κατά 20% η κατανάλωση

Για «πρωτόγνωρες καταστάσεις», κάνει λόγο ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος (ΕΔΟΚ), Λευτέρης Γίτσας, ο οποίος σημείωσε ότι τελικά, παρά τον προβληματισμό που εκφράστηκε σχετικά με το εάν θα απορροφηθεί η παραγωγή, όχι μόνο απορροφήθηκαν στο σύνολό τους σχεδόν τα 2,3 εκατ. αμνοερίφια, από τα οποία εξήχθησαν μόλις 80.000 έναντι 300.000 πέρσι, αλλά «δεν έφτασαν κιόλας για να καλύψουν τη ζήτηση που παρατηρήθηκε, με την κατανάλωση φέτος να είναι αυξημένη κατά 20%.

Η μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης φαίνεται και από το γεγονός ότι μειώθηκε κατά 20%-25% η κατανάλωση του χοιρινού και του βόειου σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή Μ. Εβδομάδα. Ήταν πρωτόγνωρο αυτό. Τη Μ. Δευτέρα, τα καταστήματα διέκριναν ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποθέματα και τη Μ. Τρίτη έγιναν εισαγωγές περίπου 25.000 αρνιών πιο ακριβών», είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, παρά τη μεγάλη ζήτηση, στη συγκεκριμένη συγκυρία η τιμή παραγωγού ήταν μειωμένη κατά 1,7 ευρώ το κιλό μεσοσταθμικά, έναντι των 5,7 ευρώ που ήταν τα Χριστούγεννα, που ισοδυναμεί με απώλεια εισοδήματος για τον κλάδο δεκάδων εκατομμυρίων».

«Μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν ξέραμε εάν θα φύγουν τα αρνιά», μας είπε ο πρόεδρος του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Αμυνταίου, Τιμόθεος Ιωαννίδης, σύμφωνα με τον οποίο η πλειοψηφία των παραγωγών πληρώθηκε 3,6 ευρώ το κατσίκι και 3,8 ευρώ το αρνί, ενώ ελάχιστοι πήραν 4 και 4,2 ευρώ αντίστοιχα. Όπως τόνισε, οι έμποροι βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο γεγονός ότι δεν είχαν γίνει εξαγωγές και μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήταν γνωστό πώς θα κινηθεί και η εγχώρια αγορά.

«Εκμεταλλεύτηκαν την αγωνία των παραγωγών μην τους μείνουν τα αμνοερίφια και τους τα πήραν όσο-όσο, ενώ τελικά αποδείχτηκε ότι όχι μόνο δεν έφτασαν τα αρνιά μας, αλλά τις τελευταίες μέρες έψαχναν να αγοράσουν. Οι τιμές ήταν εξευτελιστικές. Ούτε τα έξοδα δεν έβγαλαν οι παραγωγοί. Εάν μόλις γεννιόντουσαν τα αρνιά, τα πετούσαν, για να πάρουν μόνο το γάλα, ακόμα και με τις εξευτελιστικές τιμές που έχει αυτήν τη στιγμή το γάλα, πάλι θα ήταν πιο κερδισμένοι». Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Περιφέρειας Θεσσαλίας, Γιάννης Γκουρομπίνος, κατήγγειλε ότι ενώ τα αμνοερίφια έφυγαν από τους κτηνοτρόφους στα 3,8-4 ευρώ το κιλό, με το κόστος παραγωγής στα 5,5 ευρώ το κιλό, οι καταναλωτές τα αγόρασαν ακόμα και 12 ευρώ το κιλό.

«Εάν αυτό δεν είναι αισχροκέρδεια, τότε τι είναι;» είπε, μιλώντας στην «ΥΧ», ζητώντας την παρέμβαση του υπουργείου Ανάπτυξης και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για την ψαλίδα ανάμεσα στην τιμή παραγωγού και στην τιμή καταναλωτή.

Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Μπέλλας, μέλος της διοίκησης του Βιομηχανικού Σφαγείου Ημαθίας, επιβεβαιώνει ότι το ξεκίνημα στα αμνοερίφια ήταν διστακτικό, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν χαμηλά και οι τιμές παραγωγού, στα 3,8-4 ευρώ το κιλό. Στο τέλος, η κορύφωση της ζήτησης ήταν τέτοια ώστε δεν στάθηκε δυνατό να καλυφθεί ούτε από την εγχώρια παραγωγή ούτε από τις εισαγωγές, όπως ανέφερε. «Η έντονη ζήτηση φάνηκε από τη Μ. Τετάρτη-Μ. Πέμπτη, όταν οι καταναλωτές άρχισαν να πηγαίνουν στα κρεοπωλεία και οι καταστηματάρχες, έχοντας κάνει συγκρατημένες παραγγελίες, βρέθηκαν απροετοίμαστοι, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη», κατέληξε.

ΑΒΓΟΠΑΡΑΓΩΓΗ
Απορροφήθηκε μέχρι και… το τελευταίο ελληνικό αβγό

Παρά τους αρχικούς προβληματισμούς των αβγοπαραγωγών, δεδομένου ότι και για τον συγκεκριμένο κλάδο η φετινή χρονιά έδειχνε να κινείται σε αχαρτογράφητα νερά, τελικά η αγορά του Πάσχα είχε αίσια κατάληξη. Εκπρόσωποι του κλάδου κάνουν λόγο για πλήρη απορρόφηση της εγχώριας παραγωγής, η οποία ενθαρρύνθηκε και από το γεγονός ότι οι καταναλωτές χρειάστηκε να παραμείνουν στα σπίτια τους.

«Το γεγονός ότι ο κόσμος έμεινε σπίτι σημαίνει και εντατικότερη κατανάλωση. Τα νοικοκυριά παρασκεύασαν περισσότερα γλυκίσματα στο σπίτι και έτσι ένα μεγάλο ποσοστό της απορρόφησης που θα γινόταν από τη μαζική εστίαση που δεν λειτούργησε μεταφέρθηκε στην οικιακή κατανάλωση», εξήγησε ο Γιάννης Τσακίρης, της ομώνυμης εταιρείας Tsakiris Family, μιλώντας στην «ΥΧ». Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι οι εταιρείες έκαναν πολύ μικρότερες παραγγελίες εισαγόμενων, δεδομένου ότι ήταν ένα Πάσχα που ξεκινούσε με άγνωστα δεδομένα. «Άλλωστε», όπως είπε, «και οι τιμές των εισαγόμενων δεν ήταν ελκυστικές, καθώς τείνουν να φτάσουν τα επίπεδα του εγχώριου αβγού. Εισαγωγές γίνονται όταν είναι φθηνότερα, άρα ανταγωνιστικά».

Οι τιμές παραγωγού, ωστόσο, δεν αυξήθηκαν, καθώς το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης πραγματοποιείται μέσω των σούπερ μάρκετ, με τα οποία οι τιμές είναι προσυμφωνημένες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, συμπεραίνει ο κ. Τσακίρης, το ισοζύγιο τιμή-πωλήσεις είναι θετικό λόγω της αυξημένης απορρόφησης.

Μεταξύ 8 και 16 Απριλίου η αγορά απορρόφησε πλήρως την εγχώρια παραγωγή, επιβεβαιώνει από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Πτηνοτροφικής Ιωαννίνων, Παναγιώτης Φραγκούλης. «Η φετινή ήταν μια χρονιά με εντατικότερη απορρόφηση από τη λιανική», συμπεραίνει, γεγονός το οποίο και ο ίδιος αποδίδει στην αυξημένη οικιακή κατανάλωση. Σύμφωνα με τον κ. Φραγκούλη, η πλειοψηφία των παραγωγών δεν άλλαξε κάτι στον προγραμματισμό που κάνει, λόγω της εμφάνισης των νέων συνθηκών που έφερε η πανδημία, δεδομένου ότι, όπως μας είπε, ο χρονικός προγραμματισμός στις κότες της αβγοπαραγωγής πραγματοποιείται περίπου 6-8 μήνες νωρίτερα. Συνεπώς, δεν υπήρχε ο χρόνος να αλλάξει κάτι σε σχέση με αυτό. «Η εγχώρια αγορά στήριξε τους Έλληνες παραγωγούς και καλύφθηκε σε πάρα πολύ ικανοποιητικό επίπεδο», κατέληξε.

Μια διαφορετική, οπτική, ωστόσο, όσον αφορά την παραγωγή, μετέφερε από τη δική του σκοπιά ο διευθύνων σύμβουλος της Αυγοδιατροφικής ΑΕ, Κωνσταντίνος Τζιώγλης. Όπως μας είπε, «η παραγωγή ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί, αλλά ειδικά φέτος ήταν ακόμα πιο μειωμένη. Όταν ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, σφάχτηκαν και αρκετά κοπάδια, κι ας ήταν πριν από το Πάσχα. Φοβήθηκαν την αντίδραση του κόσμου και ότι θα έμεναν τα αβγά χωρίς απορρόφηση από την αγορά».

ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ
Προσωρινή ανάσα για τους Κρητικούς

«Είχαμε ένα πολύ κακό κλίμα, που το διαδέχτηκε ένα… κακό κλίμα». Σε αυτήν τη διατύπωση αποτυπώνει τον απολογισμό που άφησε η διακίνηση κηπευτικών κατά την περίοδο του Πάσχα ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ιεράπετρας «Ανατολή», Φώντας Δουλούμης. Σύμφωνα με τον ίδιο, τη Μ. Εβδομάδα η αγορά αναπόφευκτα κινήθηκε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντισταθμίστηκαν οι τεράστιες απώλειες που είχαν οι παραγωγοί όλο το προηγούμενο διάστημα με αποκορύφωμα τις εβδομάδες από τις 20 Μαρτίου και έπειτα όταν, ελέω κορωνοϊού, η ζήτηση έφτασε ακόμα και να μηδενιστεί.

Η μέση τιμή της ντομάτας, βάσει των ποσοτήτων που διακινήθηκαν και των τιμών που πληρώθηκαν οι παραγωγοί, διαμορφώθηκε μέσα στη Μ. Εβδομάδα στα 50 λεπτά το κιλό, οριακά στο επίπεδο του κόστους της καλλιέργειας, με διακύμανση από 30 λεπτά μέχρι 1 ευρώ το κιλό. Όπως είπε, συγκεκριμένα, ο κ. Δουλούμης, το 1 ευρώ αντιστοιχούσε σε πολύ μικρές ποσότητες που παίρνουν τα σούπερ μάρκετ, ενώ οι μεγαλύτερες ποσότητες που αφορούν χονδρικές, λαϊκές αγορές κ.λπ. κινήθηκαν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.

Καλή ζήτηση και ικανοποιητικές τιμές είχαν τα αγγούρια, με την τιμή για τα κνωσσίτικα στα 50-70 λεπτά στο δημοπρατήριο, έναντι 30-40 λεπτών μια εβδομάδα νωρίτερα, και μάλιστα μόνο των νεότερων φυτεύσεων, με τον ανθό, καθώς των καλλιεργειών δύο μηνών πίσω «πετιόντουσαν», όπως μας είπε. Τα μεγάλα αγγούρια, τη Μ. Εβδομάδα πωλήθηκαν στα 50-70 λεπτά το κιλό.

Σε καλύτερα επίπεδα, όπως και όλο το προηγούμενο διάστημα, καθώς στηρίχτηκε και από τις εξαγωγές, διατηρήθηκε η τιμή για την πιπεριά κέρατο, στα 80-90 λεπτά. Μάλιστα, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του συνεταιρισμού, «είναι το μόνο προϊόν που θα κλείσει χωρίς σημαντικές απώλειες», ενώ κοντά στα 2 ευρώ έφτασε η πιπεριά ντολμάς και η Φλωρίνης, που έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση από το κέρατο στην εγχώρια αγορά.

Ανάλογο είναι το κλίμα και στο Τυμπάκι, όπου, όπως μας είπε ο διευθυντής του Αγροτοβιομηχανικού Συνεταιρισμού Τυμπακίου, Γιάννης Χαραλαμπάκης, «οι τιμές ήταν χαμηλότερες από πέρσι, αλλά, λόγω των ημερών, τα προϊόντα πωλήθηκαν». Ενδεικτική είναι η σύγκριση των τιμών των κύριων προϊόντων του συνεταιρισμού τη φετινή Μ. Τρίτη έναντι της περσινής.

Συγκεκριμένα, φέτος η μέση τιμή της ντομάτας ήταν 60 λεπτά το κιλό έναντι 1,3 ευρώ το κιλό πέρσι, της πιπεριάς Φλωρίνης 1,7 ευρώ το κιλό έναντι 2,7 ευρώ το κιλό πέρσι, για το μεγάλο αγγούρι η φετινή μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 70 λεπτά το κιλό έναντι 90 λεπτών το κιλό πέρσι, ενώ εξαίρεση αποτελούν οι μελιτζάνες που φέτος ήταν κατά τι υψηλότερα, αλλά σε χαμηλά επίπεδα, στα 35 λεπτά έναντι 30 λεπτών πέρσι.

Όπως εξήγησε ο κ. Χαραλαμπάκης, οι παράγοντες που καθορίζουν τα πράγματα είναι πολλαπλοί: «Βασική παράμετρος είναι το ότι έχουν κλείσει εστιατόρια και ξενοδοχεία. Δεύτερον, σημαντική παράμετρο αποτελεί το γεγονός ότι υπολειτουργούν οι λαϊκές, επειδή δεν μπορούσαν να μετακινηθούν οι παραγωγοί από τη μια περιφέρεια στην άλλη και δεν ήταν εύκολο να αποκατασταθεί αυτό όταν έγινε κάποια ρύθμιση. Τρίτον, σε χώρες που κάναμε εξαγωγές, όπως η Βουλγαρία, που απορροφά ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής, δεν μπήκαν φέτος να αγοράσουν».

Μειωμένη κίνηση για κηπευτικά που προτιμώνται από τη Horeca

Τη διάσταση που αφορά κάποιες ιδιαίτερες ποικιλίες κηπευτικών, οι οποίες δεν ανήκουν στις ταχέως διακινούμενες στη λιανική από το μέσο νοικοκυριό, έθεσε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, από την Αγροτική Ανάπτυξη ΑΕΕ στην Τριφυλία. Πρόκειται για είδη που απορροφώνται, κατά κύριο λόγο, από το κανάλι της Horeca, εστιατόρια, ξενοδοχεία, ταχυφαγεία κ.λπ., όπως είναι ενδεικτικά το iceberg, οι λόλες και, γενικά, οι κατσαρές σαλάτες, τα φασολάκια «τα οποία οι νοικοκυρές προτιμούν όλο και λιγότερο γιατί στρέφονται στα καθαρισμένα κατεψυγμένα», όπως λέει ο ίδιος. Σε αυτά τα είδη, σύμφωνα με τον κ. Θεοδωρόπουλο, η κίνηση ήταν μειωμένη κατά 30%-40% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, ενώ μειωμένες ήταν και οι τιμές.

Κατά τον ίδιο, ενδιαφέρον είχε εμπορικά η ντομάτα, η μέση τιμή της οποίας στην περιοχή της Τριφυλίας διαμορφώθηκε πάνω από 80 λεπτά το κιλό, όταν μια εβδομάδα νωρίτερα ήταν 65 λεπτά το κιλό. Αυξημένη ζήτηση είχε από την αγορά του Πάσχα και το αγγούρι της Τριφυλίας που ξεπέρασε το 1 ευρώ το κιλό, έναντι 60 λεπτών το κιλό πριν από τη Μ. Εβδομάδα.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
την Παρασκευή 24 Απριλίου 2020