«Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» – Όταν ο Μητροπολίτης Φλωρίνης αφόρισε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένα βαθιά ανθρώπινο και διαχρονικά επίκαιρο έργο για τη μεταναστευτική κρίση ξεσήκωσε τη μήνη του εθνικιστικού παραλογισμού

Επεκτείνοντας ένα τμήμα της συλλογιστικής της απελθούσας Τριλογίας της Σιωπής («Ταξίδι στα Κύθηρα», «Ο Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην Ομίχλη»), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος εγκαινιάζει την Τριλογία των Συνόρων με το «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» («The Suspended Step of the Stork», 1991). Στο μικροσκόπιο μπαίνει ξανά η ιδιότητα του… μετέωρου –στα μέτρα του τίτλου της ταινίας– ανθρώπου, αυτήν τη φορά ως σημείο αναφοράς του σύνθετου και διαρκώς κλιμακούμενου παγκόσμιου πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού φαινομένου της μετανάστευσης.

Η έλευση της δεκαετίας του 1990 σημαδεύτηκε από ένα κύμα μετανάστευσης προς την Ελλάδα από γειτονικές και άλλες χώρες, αντιστρέφοντας την τάση των μεταναστευτικών εκροών από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Αυσταλία νωρίτερα μέσα στον 20ό αιώνα.

Η αιτία ήταν συνδυαστική και μπορεί να αποδοθεί στην πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, την ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας εκείνη την περίοδο, αλλά και τη στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας μας, η οποία θεωρείται ως η κύρια πύλη εισόδου στην «ανεπτυγμένη» Ευρώπη για ασταθείς και εμπόλεμες ζώνες όπως η Μέση Ανατολή. Από εκεί το πιάνει η ταινία του Αγγελόπουλου, απεικονίζοντας μετανάστες και αιτούντες άσυλο από διάφορες φυλές, οι οποίοι αποπειρώνται ή έχουν ήδη περάσει τα σύνορα της χώρας μας.

Εφόσον καταφέρουν να επιβιώσουν, συνωστίζονται σε μικρές οικιστικές ζώνες κοντά στα σύνορα και παραμένουν περιθωριοποιημένοι εκεί, χωρίς πατρίδα, προοπτικές ή ταυτότητα. Μια μικρή συνοριακή πόλη βαφτίζεται από τους ντόπιους «αίθουσα αναμονής», παραπέμποντας στην επ’ αόριστον αναστολή του ονείρου των μεταναστών να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.

Δεν είναι τίποτα περισσότερο από την άκρη του χαλιού, κάτω από το οποίο τα «υπεύθυνα» κράτη αρέσκονται στο να κρύβουν τα άβολα –και μη κολακευτικά για το διεθνές προφίλ τους– προβλήματα.

Από το προσκήνιο της πολιτικής σκηνής στον μόχθο της ακριτικής υπαίθρου

Ταυτόχρονα, την ταυτότητά του δείχνει να έχει χάσει –ή απαρνηθεί– και ένας σημαντικός Έλληνας πολιτικός (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος εξαφανίζεται από προσώπου γης μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, αφού πρώτα εκφωνήσει έναν αινιγματικό ποιητικό λόγο ως έμμεσο «αντίο». Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του αγνοούμενου πολιτικού προσομοιάζουν εκείνων ενός απομονωμένου, λιγομίλητου ηλικιωμένου άνδρα που ζει στη ζώνη της παραμεθορίου. Τον συναντά τυχαία ο Αλέξανδρος (Γρηγόρης Πατρικαρέας), ένας νεαρός δημοσιογράφος που κάνει το ρεπορτάζ του εκεί με θέμα τους εγκλωβισμένους μετανάστες και πρόσφυγες.

Η ταυτότητα του αγνώστου, ο οποίος ζει καλλιεργώντας ένα χωράφι, θα παραμείνει ανεξακρίβωτη μέχρι τέλους. Αντίστοιχα αιωρούμενοι θα παραμείνουν και οι κατατρεγμένοι μετανάστες, έρμαια της αδιέξοδης πραγματικότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου και όμηροι μιας γκετοποιημένης μικρής κοινωνίας που τους έχει φυλακίσει «προσωρινά».

Η ασυναγώνιστη ποίηση της αγγελοπουλικής εικόνας παίρνει όλη αυτή την απελπισία, τα εμπόδια, τα όρια, τους ρατσιστικούς αποκλεισμούς και τα σύνορα που προάγουν την κοινωνική περιθωριοποίηση και τα διασκορπίζει σε ένα αντιφατικό σκηνικό απεραντοσύνης της υπαίθρου (ουρανός, θάλασσα, ποτάμια, χωράφια, φύση)· σαν να υπενθυμίζει διακριτικά όλη εκείνη την ελευθερία και την ανεμελιά που έχει πια οριστικά χαθεί.

Κανείς δεν μπορεί να περιορίσει το μάτι από το να κατακτήσει τα πάντα, και το ομιχλώδες τοπίο είναι το μόνο που μπορεί να κρύψει τη γραμμή του ορίζοντα στη φθινοπωρινά μελαγχολική και υγρή βορειοελλαδίτικη ύπαιθρο. Παρ’ όλα αυτά, όλοι όσοι ζουν εκεί είναι ασφυκτικά εγκλωβισμένοι, υποχρεωμένοι να δηλώνουν υποταγή στους διαχωρισμούς και στα -νοητά ή μη- σύνορα που έχουν χαραχθεί από ανθρώπινο χέρι.

Στην αξέχαστη σκηνή της υπαίθριας γαμήλιας τελετής, ένα ορμητικό συνοριακό ποτάμι χωρίζει την πομπή που συνοδεύει τη μετανάστρια νύφη από το πλήθος που ακολουθεί τον ομοεθνή της γαμπρό, ο οποίος δεν έχει περάσει τα σύνορα και βρίσκεται αποκλεισμένος στην αντίπερα όχθη.

Ο αυτοεξόριστος πολιτικός, που ερμηνεύει ο διεθνούς φήμης Μαστρογιάνι, φέρεται να έχει αυτομολήσει σχεδόν ανεξήγητα από την άνεση και την ασφάλεια της (συν)ένοχης κοινωνίας των προνομιούχων στην αβεβαιότητα των ξεριζωμένων και κατατρεγμένων θυμάτων που βρίσκονται καταχωνιασμένα στα ανήλιαγα συρτάρια της σιωπής της Ιστορίας.

Δεν θέλει και πολύ για έναν έντιμο πολιτικό άνδρα να νιώσει αηδιασμένος από τον κυνισμό των μεταναστευτικών πολιτικών και από τα μεγάλα συμφέροντα που γεννούν την αθρόα μετανάστευση, σε σημείο να αποσυρθεί από το προσκήνιο και να διαχωρίσει οριστικά τη θέση του από τους «δυτικούς» θύτες.

Το –μεγάλο– καλό με την αφήγηση του Αγγελόπουλου και την ερμηνεία του Μαστρογιάνι έγκειται στο γεγονός ότι η ταινία δεν χρειάζεται να μας κάνει briefing πάνω σε αυτά τα ζητήματα για να μας πείσει για το βάρος που κουβαλά ο χαρακτήρας και το κενό που έχει δημιουργηθεί μέσα του.

Οι προφητικές «παραπομπές»

Το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» είναι μια ταινία που πιστοποιεί ότι η ελεγειακή ποίηση του Αγγελόπουλου δεν είναι ένα αυτάρεσκο τέχνασμα, αλλά μπορεί να συνοδεύεται από ατόφια ουσία, αμεσότητα, διορατικό πρίσμα και διαχρονικότητα μηνύματος, υποχρεώνοντας από την πρώτη στιγμή τον θεατή να εμπεδώσει βίαια το παγκοσμίως κυρίαρχο σήμερα φαινόμενο της μετανάστευσης.

Προσπαθώντας εναγωνίως να διαφύγουν από συρράξεις, βία και συνθήκες φτώχειας που οξύνθηκαν με κεντρική ευθύνη του Δυτικού Κόσμου, τα αθώα θύματα ψάχνουν μάταια καταφύγιο σε αυτόν.

Ο φακός δεν αποστρέφει το βλέμμα από το δράμα τους ούτε από τις μακάβριες και απονενοημένες λύσεις που θρέφει η απελπισία τους, ζητώντας κι από εμάς να κάνουμε το ίδιο: Τα όσα παρακολουθούμε στην εναρκτήρια σκηνή του ναυαγίου στον Πειραιά, όπου Ασιάτες πρόσφυγες πέφτουν από μόνοι τους στη θάλασσα και ακολούθως ανασύρονται νεκροί μετά την άρνηση του ελληνικού κράτους να τους χορηγήσει πολιτικό άσυλο, μας πείθουν αμέσως για τον θλιβερά επίκαιρο χαρακτήρα της ταινίας.

Ο μαύρος κύκλος των πνιγμένων προσφύγων, τα σώματα των οποίων επιπλέουν στο νερό, αποτελεί από μόνος του ένα μικρό σύνορο. Οι τελευταίοι, μαζί με τις δυνάμεις του λιμενικού που βρίσκονται ολόγυρα του ναυαγίου, είναι τα οπτικά ερεθίσματα που παρεμβάλλονται στην αχανή αυτοκρατορία του γαλάζιου, σε μια εικόνα όπου η θάλασσα γίνεται ένα με τον ουρανό, αλλά τα «εμπόδια» εξακολουθούν να σπέρνονται από ανθρώπινα χέρια.

Το σκηνικό θυμίζει έντονα το πραγματικό ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, το οποίο έλαβε χώρα τον περασμένο Ιούνιο και είχε απολογισμό 82 νεκρούς και εκατοντάδες αγνοουμένους.

Αντίστοιχα, η μικρή ελληνική συνοριακή πόλη όπου περιορίζονται όλοι οι μετανάστες μοιάζει να προοικονομεί τα απόνερα της συμφωνίας «Δουβλίνο ΙΙ» που υπέγραψε η χώρα μας το 2003, και τις ασφυκτικές δομές hotspot που είδαμε να καθιερώνονται τα τελευταία χρόνια στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.

Σε μια άλλη σεκάνς αγγελοπουλικής ανθολογίας, μια ομάδα τεχνικών ανεβαίνει στους τηλεφωνικούς στύλους του ΟΤΕ για να περάσει ένα σύρμα τηλεπικοινωνιακών γραμμών, θαρρείς σε μια μεταφορική προσπάθεια να αποκαταστήσει την ανθρώπινη επικοινωνία που έχουν άρει τα κάθε λογής σύνορα. Πολλές φορές, οι μορφές των ανθρώπων και οι σχηματισμοί των συνόλων τους μοιάζουν με μικρά στίγματα, κουκκίδες ή σμήνη εντόμων πάνω στον αγέρωχο φιλμικό καμβά της ταινίας, παραπέμποντας στην υποβάθμιση της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων τους σε καθεστώς «αμελητέας ποσότητας».

Το παζλ αυτού του αγγελοπουλικού αριστουργήματος ολοκληρώνει ο συνταγματάρχης που ερμηνεύει εξαίσια ο Ηλίας Λογοθέτης· ένας σύγχρονος φιλόσοφος-ακρίτας, ο οποίος καλείται να κατατοπίσει τον Αλέξανδρο στην «αίθουσα αναμονής». Οι τονικές διακυμάνσεις που ξεδιπλώνει άψογα η ηθοποιία του Λογοθέτη, υπονοώντας μια ψυχολογική αστάθεια, παραπέμπουν στον βαθμό δυσκολίας διαχείρισης αυτού του παράλογου παραμεθόριου κόσμου, όπου όλα τα γεγονότα λαμβάνουν διαφορετική διάσταση και διογκώνονται προϊούσης της οριακής συνθήκης.

Ο ίδιος βλέπει γύρω του και ταυτόχρονα βιώνει με έναν δικό του τρόπο την αγωνία (σ.σ. η οικογένειά του είναι διασκορπισμένη και ο ίδιος αποτελεί «μαριονέτα» των συνεχών μεταθέσεων).

Το ντροπιαστικό γεγονός του αφορισμού

Δυστυχώς, αυτή η τόσο καίρια, διεισδυτική και πάνω από όλα ανθρώπινη ταινία κατάφερε με κάποιον τρόπο να αποτελέσει «κόκκινο πανί» για υψηλόβαθμα κλιμάκια της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, δίνοντας το έναυσμα για μια ολομέτωπη επίθεση από θιασώτες της ακραίας μισαλλοδοξίας.

Ενορχηστρωτής ο τότε Μητροπολίτης Φλωρίνης, Αυγουστίνος Καντιώτης, ο οποίος πήρε στα χέρια του το σενάριο του έργου ενώ αυτό βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της παραγωγής. Σε ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, ο ανώτατος ιερωμένος έσπευσε να κατηγορήσει την ταινία ως ανθελληνική και αντιχριστιανική, απαιτώντας από τον Αγγελόπουλο και το συνεργείο του να διακόψουν τα γυρίσματα στην περιοχή.

Όταν εκείνοι αρνήθηκαν, ο Μητροπολίτης εξαπέλυσε έναν όχλο «πιστών» στους δρόμους. Τελικά, ανακοίνωσε τον αφορισμό όλων των συντελεστών της ταινίας, μεταξύ των οποίων ο Μαστρογιάνι και η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό -που στο έργο υποδυόταν τη σύζυγό του-, με την «τελετή» μίσους να λαμβάνει χώρα στις 16 Δεκεμβρίου του 1990.

Ο Καντιώτης δεν δίστασε να αφορίσει ακόμη και τη 14χρονη ηθοποιό Δώρα Χρυσικού, η οποία ερμήνευσε τη νεαρή νύφη στη σκηνή της γαμήλιας τελετής στο συνοριακό ποτάμι. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο της ταινίας δεν ήταν καν προκλητικό -όχι ότι αυτό θα δικαιολογούσε κάποιον αφορισμό, αλλά κουβέντα να γίνεται- σίγουρα εγείρει ακόμη περισσότερα ερωτήματα για το τεράστιο μένος του εθνικιστή -και μάλλον κρυφορατσιστή- μητροπολίτη, ο οποίος σίγουρα είχε προηγούμενα με την ατζέντα του «αριστερών πεποιθήσεων» Αγγελόπουλου και προφανώς θεωρούσε τη Φλώρινα προτεκτοράτο του. «Αφορισμός κάτω από τέτοιους όρους είναι τιμή», δήλωνε εκείνη την εποχή ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης.