Μακριά από το «μαξούλι» και φέτος η Λέσβος

Καθοδικά κινούνται οι εκτιμήσεις, καθώς προχωρά η ελαιοκομική περίοδος και για το νησί της Λέσβου, το οποίο απομακρύνεται σημαντικά από μία «μαξουλοχρονιά», όπως λέγεται σε τοπικό επίπεδο μία χρονιά καλών επιδόσεων.

Από τους 6.000 τόνους ελαιολάδου, που ήταν η εκτίμηση του καλοκαιριού, η τελευταία ανέρχεται μόλις στους 4.000, σαφώς χαμηλότερα από τους 10.000 τόνους που εκτιμάται ότι έφτασε πέρυσι το νησί, σε μία χρονιά που και πάλι δεν ήταν η καλύτερη. «Δεν νομίζω να είχαμε τα τελευταία χρόνια μία τόσο χαμηλή παραγωγή», σχολιάζει ο Γιώργος Λαγουτάρης, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας.

Όπως προσθέτει, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στον ελαιώνα είναι ένα ζήτημα που ίσως θα πρέπει να δει συνολικά το υπουργείο, αφού και στη Λέσβο, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, η καλλιέργεια έπεσε θύμα των κλιματικών συνθηκών, καταλήγοντας σε χαμηλές παραγωγές, κάτι που φαινόταν από το στάδιο της καρπόδεσης, με απουσία καρποφορίας.

Έως και το 70% φτάνουν οι μειώσεις στη Δυτική Ελλάδα

Κατώτερη των προσδοκιών μιας κανονικής αναμενόμενης ελαιοκομικής χρονιάς φαίνεται πως εξελίσσεται η φετινή για τη Δυτική Ελλάδα, αφού σε ορισμένες περιοχές η μείωση φτάνει και στο 70%. Τα δεδομένα συγκρίνονται με την ελαιοκομική περίοδο 2021/2022, όπως εξηγεί ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, Σταύρος Βέρρας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περσινή περίοδος είχε υπερπαραγωγή, γεγονός που οδηγεί φυσιολογικά σε μειωμένη παραγωγή για τη νέα σεζόν.

Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, η φετινή ελαιοκομική παραγωγή, όπως δείχνουν και τα πρώτα στοιχεία με το ξεκίνημα της ελαιοσυγκομιδής, αναμένεται να είναι μειωμένη κατά 35%-40% στην Ηλεία, κατά 45% στην Αιτωλοακαρνανία και 65%-70% στην Αχαΐα. Οι καιρικές συνθήκες, όπως αναφέρει ο κ. Βέρρας, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της παραγωγής. Κατ’ αρχάς, ο ήπιος χειμώνας, με λίγες βροχές και χαμηλές θερμοκρασίες, επηρέασε τον φυσιολογικό κύκλο των δέντρων και την ανθοφορία τους. Στη συνέχεια, ο βροχερός Μάιος επηρέασε την επιθυμητή καρπόδεση, ενώ ακολούθησε ένα ζεστό φθινόπωρο, με υψηλές θερμοκρασίες, που είχε ως αποτέλεσμα στα τέλη Οκτώβρη με αρχές Νοέμβρη οι καρποί να προσβληθούν από δάκο και γλοιοσπόριο.

Μία από τις χειρότερες χρονιές για τα νησιά του Ιονίου

Μία παραγωγή που όχι μόνο απέχει κατά πολύ από τις περσινές πολύ καλές επιδόσεις, αλλά παραπέμπει και σε μία από τις χειρότερες χρονιές, προβλέπει η Κέρκυρα. Καιρικές συνθήκες που επικράτησαν κι έφεραν μία κακή καρπόδεση, αλλά και εχθροί της ελιάς, που φέρνουν υψηλό ποσοστό προσβολής, μειώνουν κι άλλο τις εκτιμήσεις για το νησί.

Στους 2.000-3.000 τόνους –και μάλλον προς το κάτω όριο– ανέρχονται οι νεότερες εκτιμήσεις, απομακρυνόμενες από τους 6.000 τόνους της προηγούμενης πρόβλεψης, ενώ πέρυσι η παραγωγή έφτασε τους 15.000 τόνους, ποσότητα που θα κινούνταν ακόμα υψηλότερα εάν είχε συλλεχθεί ο καρπός που φαινόταν στα δέντρα, με κύρια αιτία την έλλειψη εργατικών χεριών.

Ενδεικτική της μεγάλης μείωσης φέτος είναι και η εικόνα από τη λειτουργία των ελαιοτριβείων, όπως μεταφέρει ο προϊστάμενος στο Τμήμα Φυτικής και Ζωικής Παραγωγής και Ποιοτικού Ελέγχου, Νικόλαος Σουπιώνης. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι από τα 20 και πλέον ελαιοτριβεία του κερκυραϊκού Νότου, που άλλες χρονιές τέτοια περίοδο δούλευαν όλα, φέτος άνοιξαν μόνο 3-4.

Σημαντική ακαρπία και σαπίσματα από τους εχθρούς της ελιάς φέρνουν σε χαμηλά επίπεδα, για δεύτερη συνεχή χρονιά, την παραγωγή της Ζακύνθου, ίσως και χαμηλότερα των περσινών, εν αναμονή του πού θα κατασταλάξει για φέτος η εικόνα. «Από τα λόγια των παραγωγών, είμαστε μάλλον στο 50%», αναφέρουν από τη ΔΑΟΚ. Η περσινή παραγωγή του νησιού εκτιμάται στους 3.500-4.000 τόνους, επίπεδο εκτίμησης που διατηρεί και τώρα η υπηρεσία για την τρέχουσα παραγωγή, έχοντας ξεκινήσει τις εκτιμήσεις από τους 6.000 τόνους, που θεωρητικά παράγει μία μέση χρονιά η Ζάκυνθος, και εκφράζοντας φόβους ότι ίσως κινηθεί και χαμηλότερα.

Διαβάστε την συνέχεια για Δωδεκάνησα, Στερεά, Άρτα και Πρέβεζα στην επόμενη σελίδα: