Κορυφώνεται η σεζόν της μπάμιας

Στο φουλ δουλεύουν αυτή την εποχή οι παραγωγοί στα κτήματα που καλλιεργούνται μπάμιες στην περιοχή της Ημαθίας. Καθώς πρόκειται για ένα ευαίσθητο φυτό με καρπό που χαλάει γρήγορα αν δεν συγκομιστεί την κατάλληλη στιγμή, όσοι εναπομείναντες αγρότες ασχολούνται με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια έχουν αυξημένες υποχρεώσεις.

Ο Γιώργος Γουσιόπουλος και η οικογένειά του καλλιεργούν μπάμιες από το 1974 στην περιοχή Παλαιού Προδρόμου Ημαθίας. Σήμερα, διαθέτουν 20 στρέμματα και είναι από τα μεγαλύτερα αγροκτήματα στην περιοχή. Η σπορά, όπως αναφέρει, αρχίζει περίπου στο πρώτο πενθήμερο του Απριλίου και ολοκληρώνεται έως τις 25 του ίδιου μήνα. Μετά γίνονται οι καλλιεργητικές φροντίδες μέχρι να φτάσει το φυτό να δίνει τους πρώτους καρπούς, μετά από 50 ημέρες. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες η συγκομιδή ξεκινά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου και ολοκληρώνεται όταν πέφτει πάχνη τον Οκτώβριο.

Μάλιστα, η μπάμια είναι από τα φυτά που τα ευνοούν οι υψηλές θερμοκρασίες και από τις ελάχιστες παραγωγές που δεν τις κατέστρεψαν οι συνεχόμενες βροχοπτώσεις. «Όταν οι θερμοκρασίες είναι αυξημένες, τότε αυτές κάνουν καλή παραγωγή, όταν έχει ψύχρα τότε η παραγωγή μειώνεται. Ο τελευταίος καύσωνας δεν έπληξε την καλλιέργεια, αντίθετα, την ευνόησε.

Το ίδιο συνέβη και με τις συνεχόμενες βροχοπτώσεις που είχαμε έως και τις αρχές Ιουλίου. Αντίθετα, η χαλαζόπτωση έδειξε να τις επηρεάζει. Ευτυχώς, όμως, στη συνέχεια δυνάμωσαν και πήραν τα πάνω τους», αναφέρει ο κ. Γουσιόπουλος. Σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια αυτή καθαυτή, ο παραγωγός μπάμιας της γηγενούς ποικιλίας Πυλαίας σημειώνει ότι είναι πολύ ευαίσθητη στη «βρεφική» φάση της και παρουσιάζει πολλά προβλήματα μέχρι να πιάσει η ρίζα της καλά στο χώμα.

Η συγκομιδή και η τιμή

Το πιο δύσκολο κομμάτι της καλλιέργειας είναι η συγκομιδή, γιατί θέλει συνεχόμενη καθημερινή συλλογή. «Μια ρίζα δίνει μία μπάμια την ημέρα, την επομένη θα πρέπει να μαζέψεις άλλη μπάμια από το ίδιο φυτό. Ένα κομμάτι που θα το περάσεις σήμερα, το πολύ να το αφήσεις ασυγκόμιστο για μία ημέρα. Θέλει καθημερινή συλλογή, γιατί μετά η μπάμια γίνεται μεγάλη και ακατάλληλη και δεν είναι ποιοτικά καλή. Θα πρέπει να μείνει στους 6-7 πόντους για να είναι τρυφερή. Επίσης, είναι απαιτητική στην άρδευση», υπογραμμίζει ο κ. Γουσιόπουλος.

Ωστόσο, από τις πιο δύσκολες φάσεις της καλλιέργειας για τον παραγωγό και τους εργάτες είναι η συλλογή της, καθώς θα πρέπει να φορούν ρούχα με μακριά μανίκια, αλλά και γάντια, αφού τα φύλλα τσιμπούν ή προκαλούν αλλεργίες.

«Η συλλογή της μπάμιας κοστολογείται, για αυτό ενδεχομένως να είναι και τόσο ακριβή, αφού ένας εργάτης σε ένα οκτάωρο ακόμη και με αυτές τις θερμοκρασίες μπορεί να μαζέψει 25-30 κιλά. Δεν μπορεί να μαζέψει περισσότερο», αναφέρει ο κ. Γουσιόπουλος και συνεχίζει: «Για το πόσο αποδίδει ένα στρέμμα καλλιέργειας μπάμιας, αυτό εξαρτάται από τον συλλέκτη. Αν πρόκειται για υπεύθυνο άτομο, σωστό και έμπειρο, μπορεί να φτάσει έως το τέλος της σεζόν ακόμη και τα 700 κιλά το στρέμμα. Κατά μέσο όρο, όμως, συλλέγονται περίπου 500 κιλά το στρέμμα και πάντα με τη δυσκολία ότι δεν βρίσκεις εργατικό δυναμικό», επισημαίνει.

Παλαιότερα, η καλλιέργεια της μπάμιας στην περιοχή της Μελίκης έφτανε στο ρεκόρ των 1.600 στρεμμάτων. Κάθε μικρή οικογένεια διέθετε και από ένα χωράφι και με αυτό επιβίωναν τους θερινούς μήνες. Σήμερα, όμως, η καλλιέργεια έχει εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους Έλληνες, τα στρέμματα ανέρχονται περίπου στα 400, με τους ιδιοκτήτες (οι οποίοι νοικιάζουν τα χωράφια) να είναι οι περισσότεροι αλλοδαποί εξειδικευμένοι στην καλλιέργεια. Το εμπορικό ενδιαφέρον για την μπάμια είναι αρκετά μεγάλο, αφού έχει φανατικό κοινό. Όταν υπήρχε μεγάλη παραγωγή στην περιοχή της Μελίκης, οι ποσότητες έφευγαν προς τη λαχαναγορά του Ρέντη και λιγότερο προς την αγορά της Θεσσαλονίκης.

Σήμερα, όπως λέει ο κ. Γουσιόπουλος, έρχονται μεσίτες στην περιοχή και αγοράζουν όλη την παραγωγή από τους αλλοδαπούς. Ο ίδιος, αλλά και όσοι Έλληνες έχουν απομείνει στην καλλιέργεια διαθέτουν το προϊόν τους στις λαϊκές.

Αναφορικά με τις τιμές στη λαϊκή αγορά πωλείται στα 4 ευρώ, στις λαχαναγορές Αθήνας και Θεσσαλονίκης πωλείται στα 3-3,20 ευρώ, ενώ από τον παραγωγό φεύγει στα 2,20-2,30 ευρώ.